Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου σε καράβι, δεν τη θυμάμαι. Ασαραντάριστο μωρό ακόμη, μπήκα σε γνωστό αιωνόβιο -όπως τα λέω εγώ αυτά της ακτοπλοΐας- πλοίο σαν επιβάτης. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ποτέ την δίψα να γίνω ναυτικός. Βέβαια, μεγαλωμένη σε ψαροχώρι, έχω συνηθίσει να ξυπνάω και να κοιμάμαι με μια αμυδρή μυρωδιά ιωδίου στην ατμόσφαιρα. Με αυτή την υγρασία που σου τρώει τα κόκκαλα και με αυτή την ασφάλεια που σου προσφέρει η θέα της θάλασσας, που, αν σε πάνε σε βουνό, θαρρείς και είσαι φυλακισμένος!
Η επιλογή της Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού για εμένα, ήταν συνειδητή. Εκεί γύρω στα 15 μου αποφάσισα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. ‘Θα γίνω ναυτικός, θα ταξιδεύω, θα είμαι ανεξάρτητη και θα γνωρίσω όλο τον κόσμο.’ Σύσσωμος ο περίγυρος έπεσε να με μεταπείσει! Όχι όμως οι γονείς μου. Εκείνοι με στήριξαν. Η μόνη κουβέντα που άκουγα από όλους τους άλλους ήταν: θα αντέξεις; Πόσο εκνευριζόμουν, πόσο πείσμωνα! Πόση δύναμη μου έδωσε η δυσπιστία τους! Δεν απαντούσα ποτέ. Χαμογελούσα απλά με συμπάθια. ‘Κι αν δεν αντέξω;’ Πάντα είχα το φόβο μέσα μου για το άγνωστο. Ειδικά όταν μπήκα στη σχολή, ο φόβος μεγάλωνε. ‘Ελάχιστες αξίζουν’, μία φράση που άκουγα συνεχώς.
Η αλήθεια είναι πως είχα επηρεαστεί πολύ. Θυμάμαι σαν χθες, μία μέρα πριν μπαρκάρω για πρώτη φορά, τα κλάματα που είχα βάλει μέσα στο αυτοκίνητο με τους γονείς μου. ‘Δεν πάω πουθενά, όπου κι αν πω ότι θα μπαρκάρω με κοιτάνε με λύπηση!’, τους φώναζα. Όταν με ηρέμησαν, αναλογίστηκα τι κόπους έχω κάνει για να βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, με πόση δυσκολία βρήκα εταιρία και πόσο πολύ το ήθελα.
Ήταν 20 Απριλίου του 2013. Ξημερώματα είχα πτήση, λέει. Για Καναδά, λέει. Δεν είχα πάει μόνη μου ποτέ ούτε μέχρι την Αθήνα με λεωφορείο και θα έκανα υπερατλαντικό ταξίδι; Αποχαιρέτησα τους δικούς μου ανθρώπους χωρίς στάλα δάκρυ. Δεν ήθελα να με δουν να κλαίω, όχι γιατί είμαι εγωίστρια. Ήθελα να τους δώσω δύναμη να αντέξουν. Όσο άντεχαν αυτοί, θα άντεχα και εγώ. Με το που απογειώθηκε βέβαια το αεροπλάνο, το κλάμα που έριξα, δε λέγεται! Μέχρι που, με στοργή, μου μίλησε ένας Γερμανός μεσήλικας που καθόταν δίπλα μου. Του εξήγησα πού πάω και γιατί κλαίω. Με παρηγόρησε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, σα να μου έλεγε ‘Μικρή, σύνελθε! Τώρα ξεκινάει η ζωή σου’.
Άγχος, τρέξιμο, έλεγχοι, immigration και πάντα να ψάχνω το διαβατήριο στην άβυσσο της τσάντας μου! Τη πρώτη σφραγίδα που μου έβαλαν, την κοιτάω πολλές φορές νοσταλγικά. Φτάνοντας στο τελικό προορισμό μου, σε μία μικρή πόλη του Καναδά, μετά από τρεις πτήσεις, είχα μείνει μόνη στο αεροδρόμιο. Κανείς. Μόνο ένας άνδρας σαν αυτούς που βλέπουμε στις αμερικανικές ταινίες που οδηγούν μηχανές Harley. Φαλακρός με μούσι και δερμάτινα, κρατούσε ένα χαρτόνι με κάτι γράμματα ίσα που φαινόντουσαν. ‘Αποκλείεται να είναι αυτός ο ατζέντης’, σκεφτόμουν. Θα περίμενα, μου είπαν, έναν ατζέντη. ‘Μα δεν είναι οι ατζέντηδες με κοστούμια και γραβάτες;’, αναλογίστηκα για ώρα, επηρεασμένη από τις ταινίες στη τηλεόραση. Μετά από λίγο, αποφάσισα να πάω να δω από περιέργεια, ίσως και ένστικτο, τι έγραφε στο χαρτόνι. Έγραφε λοιπόν το όνομα μου και το όνομα του πλοίου που θα πήγαινα. Αντί να χαρώ που βρήκα τον άνθρωπο μου, ήθελα να τον αρχίσω στις γρήγορες. Ήμουν ο μόνος άνθρωπος στο χώρο αναμονής και είχε το χαρτόνι γυρισμένο προς την εντελώς αντίθετη πλευρά! Αλλά μετά, σκέφτηκα πως φυσικά και δε θα του γέμισα το μάτι ότι έψαχνε εμένα και απλά του χαμογέλασα.
Το ξενοδοχείο είχε πρίζες διαφορετικές από αυτές στην Ευρώπη. Πού να το ήξερα; Μπήκα όπως-όπως facebook, ενημέρωσα τα πλήθη συγγενών και φίλων ότι είμαι σώα και έπεσα για ύπνο. Ξημερώνει μεγάλη μέρα, σκέφτηκα.
Ήταν μεγάλη μέρα, όντως. Πιο μεγάλο βέβαια, ήταν το βαπόρι. Αναφώνησα από μακριά με το που το είδα: ‘Oh my God, my ship! My ship!’. Οι άνθρωποι της λάτζας θα με πέρασαν για τρελή. Είχα τρελαθεί όμως από τη χαρά μου. Η χαρά πλησιάζοντας, έγινε επιφύλαξη, και η επιφύλαξη φόβος. Όλοι οι Φιλιππινέζοι είχαν πάρει αγκαλιά τα ρέλια και προσπαθούσαν να με δουν μέσα από τα τζάμια της λάτζας. Δισταχτικά, ανέβηκα το gangway.
Πάτησα το πόδι μου στην κουβέρτα και ήταν λες και πάτησα σε άλλο πλανήτη. Έτσι ένιωσα, ότι δεν ήμουν στην γη. Ότι ήμουν σε ένα άλλο, μικρό, πράσινο, γεμάτο με σωλήνες και γράμματα, πλανήτη. Όλοι ήταν πολύ εγκάρδιοι μαζί μου. Ένοιωσα βέβαια μια μικρή σύγχυση, γιατί μου έμοιαζαν όλοι τόσο ίδιοι. Κοντοί, μαυριδεροί, σχιστά μάτια, πλακουτσωτές μύτες, με την ίδια φόρμα εργασίας και άσπρα κράνη. Μου συστήνονταν ο ένας μετά τον άλλο, αλλά το μόνο που συγκράτησα ήταν το όνομα του μοναδικού που ξεχώριζε, του Έλληνα. ‘Είμαι ο ανθυποπλοίαρχος σου’, μου είπε, ‘πάμε να σε γνωρίσω και στους υπόλοιπους’. Η αντίδραση του γραμματικού μου ήταν αυτή που ξεχώρισε! Ήταν λες και έβλεπε μπροστά του ένα μικρό παιδάκι –άλλωστε, τι ήμουν; Αμέσως μου πρόσφερε σοκολάτα και πατατάκια, προφανώς για να νιώσω άνετα. Και τα κατάφερε. Με πήγαν έπειτα στο γραφείο του καπετάνιου. Είχε κόσμο, δεν έκατσα πολύ, αλλά η ευγένεια και η δυνατή του χειραψία έκαναν κάθε φόβο που είχε απομείνει να εξαφανιστεί.
‘Ωραία, πήγαινε να αλλάξεις και βάλε φόρμα’, μου είπε ο ανθυποπλοίαρχος. ‘Τι τον ενοχλεί το τζιν, μήπως είναι προκλητικό;’, αναρωτήθηκα. Είχα τρομοκρατηθεί τόσο πολύ από το περιβάλλον της σχολής που όλα μου τα ρούχα ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερα, ταιριαστά σε ντουλάπα εργάτη ελαιοσυγκομιδής. Άλλαξα και έβαλα μια φόρμα. Ο ανθυποπλοίαρχος έσκασε στα γέλια με το που με είδε. ‘Ρε, μπούφο! Φόρμα εργασίας εννοούσα!’. Πού να το ήξερα εγώ αυτό τότε;
Έτσι, ξεκίνησα σιγά να μαθαίνω το καράβι και τη ζωή σε αυτό. Τι ήταν όλοι αυτοί οι σωλήνες στο κατάστρωμα και που οδηγούσαν. Τη γέφυρα, όλα αυτά τα περίεργα μηχανήματα, τους χάρτες και την αξέχαστη υφή τους. Τις βάρκες και τη μυρωδιά του πολυεστέρα που με ενοχλούσε. Κάθε σύστημα, αυτοματοποιημένο και μη, πως λειτουργούσε και γιατί το χρησιμοποιούσαμε.
Είχα καταλήξει ότι το πλοίο δεν ήταν ένας άλλος πλανήτης. Ήταν ένας ακόμη άνθρωπος, για εμένα. Με δική του καρδιά, τη μηχανή. Με δικό του μυαλό, τη γέφυρα. Με όλα τα συστήματα και τα μηχανήματα, τα όργανα του. Με όλο του το πλήρωμα να κυκλοφορεί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τα κύτταρα του, το αίμα του. Δεν είχα καταλάβει ποτέ πόσο κυριολεκτικό ήταν αυτό το ‘ένα πλοίο δε κοιμάται ποτέ’. Κι όμως, όπως ο ανθρώπινος οργανισμός, έτσι και αυτό. Αεικίνητο, αλλά φθαρτό.
Μπαίνοντας στο τελευταίο έτος της σχολής μετά από δύο εκπαιδευτικά ταξίδια και αμέτρητες ώρες συλλογισμού στη γέφυρα, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο (με μια πινελιά πράσινου), είμαι περήφανη που τα κατάφερα. Πρόσφατα συνάντησα έναν από τους μεγαλύτερους αμφισβητίες μου, ο οποίος με εριστικό ύφος με ρώτησε: Τέλος τα ταξίδια τώρα, ε;. ‘Μόλις άρχισαν’, του απάντησα αποφασισμένη.
Έκανα μια αρχή. Είχε τις δυσκολίες της, είχε τις γκρίνιες της αλλά είχε και τις αξέχαστα όμορφες στιγμές της, που κάθε φορά που τις σκέφτομαι, παίρνω δύναμη να συνεχίσω. Να συνεχίσω αυτό που επέλεξα, με επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια. Κι αν τότε στην αρχή ήταν ενθουσιασμός για το άγνωστο, τώρα πια είναι αγάπη και σεβασμός για ένα όμορφο επάγγελμα.
Ελένη Λυκοφρίδη – Τελειόφοιτη σπουδάστρια Α.Ε.Ν. Κρήτης
Διαβάστε περισσότερες αφηγήσεις από την θεματική ενότητα του isalos.net “Γυναίκες και Θάλασσα” εδώ.