Του καπτ. Γεώργιου Γεωργούλη
Τον Αύγουστο του 2017, το πλοίο μεταφοράς χύδην στερεών φορτίων «M/V Cheshire», κατασκευής του 2012, για ταξίδι από τη Νορβηγία στην Ταϊλάνδη πήρε πλήρες φορτίο, το οποίο δηλώθηκε από τον φορτωτή ως «Λίπασμα με βάση το νιτρικό αμμώνιο (μη επικίνδυνο)», το οποίο δεν υπόκειται σε αποσύνθεση, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του.
Τελικά, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, το φορτίο υπέστη αποσύνθεση, που οδήγησε σε αύξηση της θερμοκρασίας στα κύτη και στη δημιουργία τοξικών αερίων. Η αποσύνθεση προχώρησε σε όλο το μήκος του πλοίου σε τέτοιο βαθμό, ώστε, μετά από μερικές ημέρες, ο πλοίαρχος αποφάσισε να απομακρύνει από το πλοίο το πλήρωμα. Το πλοίο στη συνέχεια αφέθηκε έρμαιο στη θάλασσα, υπό την επιτήρηση των ισπανικών αρχών, μέχρι τελικά τη διάσωσή του, όμως λόγω της εκτεταμένης ζημιάς που προκάλεσε η αποσύνθεση του φορτίου το πλοίο κηρύχθηκε ως τεκμαρτή ολική απώλεια.
Το πλοίο οφείλει να διαχειριστεί το φορτίο σύμφωνα με τον διεθνή κώδικα των στερεών φορτίων (International Maritime Solid Bulk Cargoes Code – IMSBC CODE) και πάντα με τη δήλωση της ονομασίας του φορτίου από τον φορτωτή.
Σύμφωνα λοιπόν με την ονομασία του φορτίου και την ταξινόμησή του στην κατηγορία C, τα μέτρα που προβλέπονται από τον κώδικα IMSBC CODE είναι τα ακόλουθα:
1. Πρέπει να φορτώνεται μακριά και διαχωρισμένο από κάθε πηγή θερμότητας.
2. Πρέπει να μην έρχεται σε επαφή με διπύθμενα καυσίμων και να μην υπάρχει άμεση επαφή με το μεταλλικό μπουλμέ (τοιχώματα) του μηχανοστασίου με χρήση ειδικών μονώσεων.
3. Πριν από τη φόρτωση, όλα τα ηλεκτρικά συστήματα εκτός των πιστοποιημένων ως ασφαλείας να απομονώνονται.
4. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι, αν συμβεί αποσύνθεση, το φορτίο χάνει έως και το μισό της μάζας του, και αυτό θα επηρεάσει την ευστάθειά του.
5. Κατά τη φόρτωση ο εφοδιασμός του πλοίου με καύσιμα απαγορεύεται.
6. Το φορτίο δεν πρέπει να εξαερώνεται κατά το ταξίδι.
Προφανώς, οι παραπάνω οδηγίες τηρήθηκαν από το πλοίο, με μια επιφύλαξη στη διαχείριση καυσίμων, λόγω της μεγάλης διάρκειας του επικείμενου ταξιδιού (πλήρες καυσίμων).
Συνεπώς, η επόμενη λογική σκέψη οδηγεί στην εσφαλμένη ονομασία του φορτίου ως μη επικίνδυνου, δηλαδή της σπανιότητας του φαινομένου της αποσύνθεσης από το φορτίο. Σύμφωνα με τον κώδικα IMSBC, η μεταφορά φορτίων νιτρικού αμμωνίου, τα οποία μπορεί να παρουσιάσουν αυτοθέρμανση και αποσύνθεση, απαγορεύεται.
Το λίπασμα με βάση το νιτρικό αμμώνιο (μη επικίνδυνο) ορίζεται σήμερα στον κώδικα IMSBC ως φορτίο ομάδας C. Αυτά είναι φορτία που δεν υγροποιούνται (ομάδα Α), ούτε διαθέτουν χημικούς κινδύνους (ομάδα Β). Είναι σαφές από αυτό το περιστατικό ότι αυτό το φορτίο δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως φορτίο ομάδας C.
Με αφορμή την περίπτωση του «M/V Cheshire», πρέπει στο πλοίο να παρέχεται εξοπλισμός με τον οποίο θα γίνονται συνεχείς μετρήσεις στην ατμόσφαιρα των δεξαμενών, αλλά και να αναπτύσσονται διαδικασίες για την αποτροπή της αποσύνθεσης ακόμα και στην περίπτωση που το φορτίο δηλώνεται ως ομάδας C.
Η μεγαλύτερη όμως προσπάθεια πρέπει να καταβάλλεται από τους φορτωτές, ώστε η ονομασία «M/V Cheshire» του φορτίου να ανταποκρίνεται απόλυτα στα χαρακτηριστικά του και να μην αναγκάζονται τα πλοία, όταν πρόκειται να φορτώσουν φορτίο κατηγορίας C, να παίρνουν μέτρα που αντιστοιχούν σε φορτίο κατηγορίας Α για να καλύπτονται σε κάθε περίπτωση.
Απόσπασμα από τo άρθρο, με τίτλο «Η περίπτωση του «M/V Cheshire» και η διαχείριση φορτίων», Ναυτικά Χρονικά, Οκτώβριος 2018, σ. 30