του Ηλία Παρθένη
Οι μεγάλες μητροπόλεις της νοτιοανατολικής Ασίας αναδεικνύονται, για μία ακόμα φορά, ως οι πόλεις που διακρίνονται από το μεγάλο κόστος ζωής και διαβίωσης για όσους επιλέγουν να κατοικήσουν σε αυτές. Παρακάτω, σας παρουσιάζουμε το «Top 5» των πιο ακριβών πόλεων του κόσμου, με βάση τη σχετική έρευνα της Mercer, της μεγαλύτερης εταιρείας παροχής συμβουλών σε ανθρώπινο δυναμικό στον κόσμο.
Η ετήσια έρευνα της Mercer κατατάσσει το Χονγκ Κονγκ της Κίνας στην πρώτη θέση των πιο ακριβών πόλεων του κόσμου, κυρίως λόγω του ιδιαίτερα υψηλού κόστους στέγασης. Ποιες είναι όμως οι συνιστώσες και οι παράμετροι που επηρεάζουν το κόστος ζωής και διαμονής στη συγκεκριμένη λίστα; Οι πρωταθλητές, μάλιστα, «της ακρίβειας» προέρχονται όχι μόνο από διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, αλλά και εντός μιας χώρας που παρουσιάζει σε τοπικό επίπεδο οικονομική ή επιχειρηματική ευμάρεια.
Η συναλλαγματική ισοτιμία καθορίζει επίσης διαχρονικά πόσο φθηνές ή ακριβές είναι οι χώρες, ειδικά για τους αλλοδαπούς επισκέπτες ή τις εταιρείες που αναζητούν τη μετεγκατάσταση ή την εξάπλωσή τους. Στο Χονγκ Κονγκ, ένα διαμέρισμα δύο υπνοδωματίων στη διάρκεια ενός μήνα θα κοστίσει περίπου $7.671. Επιπροσθέτως, οι τιμές σε βασικά προϊόντα διατροφής, όπως ο καφές και ένα λίτρο γάλα, είναι υψηλότερες σε σύγκριση με άλλες πόλεις παγκοσμίως. Οι αμοιβές των εργαζομένων στο Χονγκ Κονγκ κατά μέσο όρο αγγίζουν ετησίως τα $47.804. Δημοφιλείς θέσεις εργασίας, όπως τα στελέχη μάρκετινγκ και οι υπεύθυνοι δικτύων και συστημάτων πληροφορικής, αμείβονται μεταξύ $25.265 και $74.859 ετησίως.
Ο δείκτης μέτρησης του κόστους ζωής και διαβίωσης (ΔΤΚ*), που βασίζεται στις μεταβολές των τιμών των βασικών προϊόντων ή υπηρεσιών στο Χονγκ Κονγκ, παρέμεινε αμετάβλητος στο 106,50 τόσο τον Μάιο όσο και τον Απρίλιο του 2018, όταν αυτός της Κίνας κυμάνθηκε στο 101,8 το ίδιο διάστημα. Το Χονγκ Κονγκ «χαρακτηρίζεται» από χαμηλή φορολογία και ελάχιστο παρεμβατισμό της κυβέρνησης σε θέματα εμπορίου, η πόλη θεωρείται πιο «φιλική» για επιχειρηματικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη αύξηση των δεικτών κατανάλωσης, αλλά και την άνοδο των εσόδων για τον μέσο πολίτη.
Οι υπηρεσίες ως γνωστόν αντιπροσωπεύουν το 92,7% της οικονομικής παραγωγής. Η τοποθεσία της πόλης τής επέτρεψε να δημιουργήσει ένα σύστημα υποδομής μεταφορών και εφοδιαστικής αλυσίδας, που περιλαμβάνει το πέμπτο πιο πολυσύχναστο λιμάνι εμπορευματοκιβωτίων στον κόσμο και το πιο πολυσύχναστο αεροδρόμιο για διεθνή φορτία.
Δεύτερη θέση στη λίστα κατέχει το Τόκιο της Ιαπωνίας, το οποίο είναι ένα σημαντικό διεθνές χρηματοοικονομικό κέντρο. Αποτελεί έδρα για μερικές από τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες στον κόσμο και θεωρείται πόλος έλξης για τις επιχειρήσεις με αντικείμενο τις μεταφορές, τις εκδόσεις, τις ηλεκτρονικές και τις ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις της Ιαπωνίας. Παρά την εμφάνιση της Σιγκαπούρης και του Χονγκ Κονγκ ως «ανταγωνιστικών» χρηματοοικονομικών κέντρων, η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του Ανατέλλοντος Ηλίου κρατά, παρά τα υψηλά της κόστη, τα σκήπτρα στο διεθνές οικονομικό σκηνικό. Σύμφωνα ωστόσο με εκτιμήσεις της κυβέρνησης, το κόστος ζωής στο Τόκιο είναι περίπου 10% υψηλότερο απ’ ό,τι για την υπόλοιπη χώρα. Αντιθέτως, ο δείκτης μέτρησης του κόστους ζωής και διαβίωσης από τις 31 Μαρτίου του 2018 μέχρι και τις 30 Ιουνίου του ίδιου έτους βρίσκεται σταθερά στο 100,50, ενώ στο σύνολο της Ιαπωνίας βρίσκεται στο 101.
Η φορολογία εισοδημάτων κυμαίνεται από 5% για εισοδήματα κάτω των $17.605 τον χρόνο και ανέρχεται έως και το 45% για εισοδήματα άνω των $361.107 τον χρόνο, διαφέρει δηλαδή και διαβαθμίζεται ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος. Ο μέσος ετήσιος μισθός ανά ηλικιακή ομάδα, αλλά και μεταξύ των φύλων, διαφέρει. Ο μισθός για ένα άτομο στην ηλικία των 20 είναι $32.182. Ο μέσος μισθός για έναν άνδρα 20 ετών είναι $34.000, ενώ για μια γυναίκα 20 ετών είναι $29.455. Το κόστος ζωής, ενδεικτικά, για ένα άτομο που εργάζεται στο Τόκιο είναι μεταξύ $1.268 και $1.757 μηνιαίως, συμπεριλαμβανομένων των ενοικίων, των τροφίμων, των μεταφορών και των φόρων και ασφάλισης.
Η Ζυρίχητης Ελβετίας, η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα στη λίστα αυτή, παραμένει στην τρίτη θέση και για το 2018. Στο Global Financial Centres Index του 2017, η Ζυρίχη κατατάχθηκε ως το ενδέκατο πιο ανταγωνιστικό χρηματοπιστωτικό κέντρο στον κόσμο και δεύτερο πιο ανταγωνιστικό στην Ευρώπη, μετά το Λονδίνο. Το συγκεκριμένο καντόνι είναι το οικονομικό κέντρο της Ελβετίας και φιλοξενεί μεγάλο αριθμό πολυεθνικών, ενώ για πολλές έρευνες αποτελεί την πιο φιλόξενη, οργανωμένη και καλοσχεδιασμένη πόλη του πλανήτη. Ο σημαντικότερος τομέας της οικονομίας της Ζυρίχης είναι ο τομέας των υπηρεσιών, ο οποίος απασχολεί σχεδόν τα τέσσερα πέμπτα των εργαζομένων του συνόλου του εργατικού δυναμικού της ελβετικής πρωτεύουσας. Οι πιο διαδεδομένοι τομείς της οικονομίας της αποτελούν οι τράπεζες, οι υπηρεσίες πληροφορικής (IT) και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Άλλες σημαντικές πηγές εσόδων για τη Ζυρίχη αποτελούν η ελαφρά και η βαριά βιομηχανία, αυτή των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και ο τουρισμός. Το συγκεκριμένο καντόνι είναι επίσης το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίας χρυσού στον κόσμο. Στην πόλη αυτή το κόστος για μεταφορές, τρόφιμα και διαμονή είναι σε υψηλά επίπεδα, ενώ τόσο η υψηλή φορολογία όσο και η ασφάλιση για υγειονομική περίθαλψη αντανακλούν την ευμάρεια της χώρας όσον αφορά τον συσσωρευμένο πλούτο της. Το μέσο επίπεδο απολαβών στη Ζυρίχη ανέρχεται στα $136.000, ποσό το οποίο εξασφαλίζει μια καλή ποιότητα ζωής σε ό,τι έχει να κάνει με την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και τη γενικότερη κοινωνική πρόνοια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης μέτρησης του κόστους ζωής και διαβίωσης στη Ζυρίχη κυμαίνεται στο 135,31, όταν κατά μέσο όρο στην Ελβετία ο συγκεκριμένος δείκτης είναι στο 102,1.
Στην τέταρτη θέση βρίσκεται η Σιγκαπούρη. Η πόλη-κράτος έχει ξεπεράσει, ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, άλλα μεγάλα οικονομικά κέντρα της Ασίας, ενώ το 2015 το Index of Economic Freedom την κατατάσσει ως τη δεύτερη πιο «ελεύθερη» οικονομία στον κόσμο. Το Ease of Doing Business Index κατατάσσει τη Σιγκαπούρη ως τον ευκολότερο και πιο ελκυστικό πόλο για διεθνή επιχειρηματική δραστηριότητα την τελευταία δεκαετία. Η Σιγκαπούρη προσελκύει μεγάλο αριθμό ξένων επενδύσεων, αφού υπάρχουν περισσότερες από 7.000 πολυεθνικές εταιρείες από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, και 1.500 εταιρείες από την Κίνα και αντίστοιχος αριθμός από την Ινδία. Η άνθηση αυτή οφείλεται στη γεωπολιτική της θέση, στο καλά καταρτισμένο και «πειθαρχημένο» εργατικό δυναμικό της, στους χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, στις προηγμένες υποδομές και στη μηδενική ανοχή του κράτους ως προς θέματα διαφθοράς.
Στη Σιγκαπούρη το κατά κεφαλήν διαθέσιμο προς επένδυση εισόδημα είναι ένα από τα υψηλότερα παγκοσμίως. Παρά την εστίαση σε φιλελεύθερα μοντέλα οικονομίας, οι δημόσιες επιχειρήσεις της Σιγκαπούρης έχουν σημαντικό μερίδιο στην οικονομία, συμβάλλοντας κατά 22% στο ΑΕΠ της χώρας. Παράλληλα, ο μέσος μισθός στη Σιγκαπούρη κυμαίνεται στα $42.604. Όσον αφορά τη διαμονή, το κόστος μίσθωσης ενός διαμερίσματος τριών υπνοδωματίων ξεκινά από περίπου $4.000 τον μήνα και μπορεί να ανέλθει σε $15.000 δολάρια, ανάλογα με την απόσταση από το κέντρο της πόλης και την παλαιότητα του κτιρίου. Τα τρόφιμα είναι σχετικά οικονομικά στη Σιγκαπούρη, αν και το κόστος διατροφής στα κεντρικά εστιατόρια της πόλης θεωρείται για πολλούς έως και απαγορευτικό. Τέλος, ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή στη Σιγκαπούρη, που ουσιαστικά αφορά τις λιανικές τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί από 99,9 σε 100,05 μέχρι το τέλος του καλοκαιριού.
Η πεντάδα ολοκληρώνεται με τη Σεούλ, την πρωτεύουσα και τον επιχειρηματικό και οικονομικό κόμβο της χερσονήσου της Κορέας. Η οικονομική δραστηριότητα της Σεούλ αντιπροσωπεύει το 21% του ΑΕΠ της χώρας. Η πλειονότητα των ατόμων που εργάζονται στην πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας απασχολείται στον τομέα των υπηρεσιών. Οι ενδιαφερόμενοι να εργαστούν στη Σεούλ έχουν τη δυνατότητα να απασχοληθούν σε μία από τις μεγάλες βιομηχανίες, όπως η ηλεκτρονική, οι τηλεπικοινωνίες, η αυτοκινητοβιομηχανία ή η χημική βιομηχανία. Ο μέσος μισθός ετησίως είναι $48.874, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανέρχεται στα $39.400, ενώ ο φορολογικός συντελεστής στη Σεούλ, όπως και στο Τόκιο, αυξάνεται αναλογικά με το εισόδημα.
Τέλος, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το κόστος διαμονής κρίνεται υψηλό αν αναλογιστεί κανείς ότι το ύψος του ενοικίου για ένα μικρό στούντιο ανέρχεται στα $8.926 τον μήνα.
* Ο πληθωρισμός με βάση τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) ορίζεται ως η μεταβολή των τιμών ενός καλαθιού αγαθών και υπηρεσιών που συνήθως αγοράζονται από συγκεκριμένες ομάδες νοικοκυριών. Ο πληθωρισμός μετριέται σε όρους ετήσιου ρυθμού ανάπτυξης και, όταν ο ΔΤΚ αυξάνεται, αυξάνονται και οι δαπάνες για μια τυπική οικογένεια για να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο ζωής.
Απόσπασμα από τo άρθρο, με τίτλο «Ιχνηλατώντας τις πιο ακριβές πόλεις στον κόσμο», Ναυτικά Χρονικά, Φεβρουάριος 2019, σ. 66