Tης Δρος Μαρίας Σάρδη
Η λέξη καραντίνα προέρχεται από το ιταλικό quaranta = σαράντα, καθώς 40 ήταν οι μέρες που έπρεπε να παραμείνουν μακρυά από το λιμάνι και την πόλη προορισμού τους τα πληρώματα των πλοίων που προέρχονταν από χώρες όπου είχε εμφανιστεί πανώλη ή κάποια άλλη λοιμώδης ασθένεια. Αν κατά το διάστημα της καραντίνας δεν εμφανιζόταν κάποιο κρούσμα, τότε το πλοίο λάμβανε άδεια ελλιμενισμού. Οι κυρώσεις για όποιον δεν τηρούσε τα μέτρα της καραντίνας επέβαλλαν χρηματικό πρόστιμο ή ακόμα και πυρπόλυση λέμβων.
Για τον σκοπό αυτό δημιουργήθηκαν κοντά στα μεγάλα εμπορικά λιμάνια της Μεσογείου ειδικοί χώροι που προορίζονταν για λοιμοκαθαρτήρια, γνωστοί ως λαζαρέτα. Ο όρος λαζαρέτο, είναι ιταλικός και σήμαινε την οργανωμένη και απομονωμένη εγκατάσταση όσων υποψιάζονταν πως είχαν μολυνθεί από πανούκλα ή από κάποια άλλη λοιμώδη νόσο.
Σε ότι αφορά τα λιμάνια του σημερινού ελλαδικού χώρου, λοιμοκαθαρτήρια λειτούργησαν στην Κέρκυρα, στην Ιθάκη, στη Ζάκυνθο, στην Κρήτη, στον Πειραιά, στην Ύδρα, στις Σπέτσες, στην Αίγινα και στη Σύρο. Το λαζαρέτο της Κέρκυρας λειτούργησε ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα και διέθετε ειδικές κτιριακές εγκαταστάσεις για την παραμονή όσων έφταναν εκεί, καθώς και υγειονομικό και στρατιωτικό προσωπικό αλλά και θρησκευτικούς λειτουργούς. Σε ότι αφορά στο Αιγαίο, πιο γνωστό ήταν το λαζαρέτο της Σύρου, το οποίο εκσυγχρονίστηκε μετά το 1840. Οι περιγραφές των Ευρωπαίων ταξιδιωτών που το επισκέφθηκαν παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας του τονίζοντας πως μετά τον εκσυγχρονισμό του, παρείχε, κυρίως σ΄εκείνους που άνηκαν στην τάξη των Ευρωπαίων ευγενών και μπορούσαν να διαμείνουν στα καλύτερα καταλύματα, μια αρκετά ευχάριστη διαμονή με υπέροχη θέα στην πόλη και το λιμάνι.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στα λοιμοκαθαρτήρια, οι ταξιδιώτες διέμεναν σε ειδικά διαμορφωμένα και αριθμημένα δωμάτια, τα οποία έπρεπε να αερίζουν καθημερινά μαζί με όλα τα υπάρχοντα τους. Αν και τα δωμάτια αυτά διέθεταν μόνο ένα κρεβάτι, υπήρχε η δυνατότητα σε όποιον το επιθυμούσε να νοικιάσει επιπλέον εξοπλισμό, όπως καρέκλα, κηροστάτη και κεριά έναντι αντιτίμου. Τα προερχόμενα αγαθά από χώρες όπου υπήρχε η υποψία για την ύπαρξη λοιμώδους ασθένειας φυλάσσονταν σε ειδικές αποθήκες στο λαζαρέτο.
Για την απολύμανση των εμπορευμάτων και των προσωπικών αντικείμενων των ταξιδιωτών χρησιμοποιούνταν ο υποκαπνισμός (fumigation) και ο διαρκής αερισμός, ενώ ένας φύλακας ήταν επιφορτισμένος με την παρακολούθηση των ταξιδιωτών αποτρέποντας τους από το να έρθουν σε στενή επαφή μεταξύ τους. Κατά την απουσία του φύλακα, οι διαμένοντες στο λοιμοκαθαρτήριο όφειλαν να παραμείνουν κλειδωμένοι στο δωμάτιο τους.