Του Καπτ. Γ. Γεωργούλη
Οι κανονισμοί για την αποφυγή συγκρούσεων στη θάλασσα έχουν πεδίο εφαρμογής σε όλα τα πλοία που ταξιδεύουν στη θάλασσα και σε όλα τα νερά (κανόνας 1), συμπεριλαμβανομένων και των πολεμικών πλοίων. Τα πλοία αυτά, όταν το απαιτούν οι επιχειρησιακές τους αποστολές, παρεκκλίνουν πολλές φορές των παραπάνω κανονισμών (π.χ. περιπτώσεις σβέσης πλοϊκών φανών κατά τη διάρκεια μιας άσκησης ή πολεμικής φύσης επιχειρήσεων), αναλαμβάνοντας πλήρως τη φύλαξη όλων των παραπλεόντων πλοίων με τα υπερσύγχρονα μέσα που διαθέτουν και τις εξαιρετικές ελεγκτικές ικανότητές τους. Δυστυχώς, από το ιστορικό των συγκρούσεων που έχουν σημειωθεί μεταξύ εμπορικών και πολεμικών πλοίων, τα πολεμικά πλοία ήταν αυτά που είχαν τραυματισμούς, ανθρώπινες απώλειες και βαριές ζημιές (USS Fitzgerald-2017, USS John S. McCain-2017) και σε αρκετές περιπτώσεις βυθίστηκαν (Ο/Γ Μέρλιν-1972, ΤΠΚ Κωστάκος-1996, KNM Helge Ingstad-2018).
Ένα τέτοιο περιστατικό σύγκρουσης και βύθισης συνέβη στα διεθνή ύδατα, σε απόσταση 13,3 μιλίων από τη νήσο Τορτούγκα. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το περιστατικό καθαρά από τη ναυτική του πλευρά σύμφωνα με τα γεγονότα δόθηκαν στη δημοσιότητα από τις δύο εμπλεκόμενες πλευρές, δηλαδή τη διαχειρίστρια εταιρεία του κρουαζιερόπλοιου «RCGS Resolute» και τις αρχές της Βενεζουέλας για λογαριασμό του «Naiguata».
A pesar de la denuncia formulada por el MPPD, acerca del acto alevoso y criminal perpetrado contra un buque de guardacostas venezolano, y de la actuación de nuestra cancillería, no hemos recibido respuesta alguna de las autoridades de la Isla de Curazao. pic.twitter.com/ndaihQwpUN
— Vladimir Padrino L. (@vladimirpadrino) April 1, 2020
Σύμφωνα με τη διαχειρίστρια εταιρεία Columbia Cruise Services, το περιστατικό συνέβη τις πρώτες πρωινές ώρες της 30ής Μαρτίου 2020 τοπικής ώρας, ενώ το κρουαζιερόπλοιο «RCGS Resolute» είχε κρατήσει τις μηχανές του και εκτελούσε συντήρηση ρουτίνας σε αυτές. Στο πλοίο επέβαιναν 32 μέλη πληρώματος και κανένας επιβάτης, με τελικό προορισμό το Willemstad στο νησί Curacao, δηλαδή περίπου 220 ναυτικά μίλια ή 16 ώρες πλεύσης από τη θέση όπου βρισκόταν. Εδώ υπάρχει ένα ερώτημα από καθαρά ναυτική προσέγγιση γιατί, εφόσον το πλοίο ήταν τόσο κοντά στον προορισμό του, έμενε καραβοφάναρο (adrift) κοντά στην ακτή για μια συντήρηση ρουτίνας. Η σωστή πρακτική θα ήταν να καταπλεύσει στο λιμάνι και να προχωρήσει στη συντήρηση ρουτίνας στην ασφάλεια του λιμανιού ή του αγκυροβολίου.
Στη συνέχεια, το πλοίο της ακτοφυλακής της Βενεζουέλας το οποίο ζήτησε από το κρουαζιερόπλοιο να εξηγήσει τις προθέσεις του, για κάποιο λόγο δεν πείστηκε και ζήτησε από το πλοίο να το ακολουθήσει στο λιμάνι Puerto Moreno, στο νησί Margarita, περίπου 100 ναυτικά μίλια από την παρούσα θέση του. Το κρουαζιερόπλοιο πιθανώς καθυστέρησε να συμμορφωθεί με τις εντολές του πλοίου της ακτοφυλακής. Από την πλευρά του, το «Naiguata» προσπάθησε να εντείνει την απαίτησή του και, σύμφωνα με το κρουαζιερόπλοιο, προχώρησε σε βολές πιθανώς προειδοποιητικές και στη συνέχεια ‒ενώ το κρουαζιερόπλοιο δεν έδειξε σημάδια συμμόρφωσης πρώτα γιατί η παρέκκλιση από τον προορισμό του ήταν αρκετά μεγάλη και δεύτερον γιατί ήταν σε διεθνή ύδατα‒ προσπάθησε να στρέψει την πλώρη του προς το λιμάνι όπου ήθελε να το οδηγήσει χρησιμοποιώντας τη δική του, με αποτέλεσμα τη σύγκρουση των δύο πλοίων. Όπως ήταν επόμενο, το πλοίο που υπέστη τις μεγαλύτερες ζημιές και τελικά βυθίστηκε ήταν το πλοίο της ακτοφυλακής. Σε αυτή την κατάληξη συντέλεσε και η κατασκευή του κρουαζιερόπλοιου, του οποίου η βολβοειδής πλώρη ανήκει στην κατηγορία του παγοθραυστικού.
Από τη στιγμή που το πλοίο της ακτοφυλακής βυθίστηκε, το άλλο πλοίο που είχε εμπλοκή έπρεπε να παραμείνει στην περιοχή, να περισυλλέξει τους ναυαγούς, είτε βρίσκονταν στη θάλασσα είτε στις σωσίβιες λέμβους. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε το κρουαζιερόπλοιο μία ώρα μετά το συμβάν έλαβε εντολή από το κέντρο συντονισμού διάσωσης (RCC Curacao) να αποχωρήσει από την περιοχή, όπως και έπραξε τελικά, ενώ θα έπρεπε να γνωρίζει καλύτερα αν έπρεπε να απομακρυνθεί ή όχι, εφόσον είχε οπτική επαφή με το ναυάγιο. Η βίαιη σύγκρουση, ακόμα και η σκόπιμη σύγκρουση από την πλευρά του πλοίου της ακτοφυλακής, μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία για την απομάκρυνση από την περιοχή. Τέλος, για τη διευκόλυνση της διερεύνησης του ατυχήματος θα έπρεπε να υπάρχουν στη διάθεση των εμπειρογνωμόνων τα στοιχεία από τα μαύρα κουτιά του κρουαζιερόπλοιου (Video Data Recorder ‒ VDR), τα οποία διατηρούν αυτά τα στοιχεία μόνο 48 ώρες.
Ο τρόπος που αντιμετώπισε το ατύχημα το κρουαζιερόπλοιο αντίκειται στη ναυτική πρακτική, ακόμα και αν όλοι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί.
Το παραπάνω άρθρο του καπτ. Γέωργιου Γεωργούλη με τίτλο «Το περιστατικό σύγκρουσης στη Βενεζουέλα: Σκέψεις για συζήτηση », φιλοξενήθηκε στα Ναυτικά Χρονικά, τεύχος Απριλίου- Μαίου 2020.
Για να διαβάσετε την ηλεκτρονική έκδοση του τεύχους Απριλίου- Μαίου 2020 των Ναυτικών Χρονικών, πατήστε εδώ.
Φωτο: Αρχείου- ΑΠΕ ΜΠΕ