Η συνεισφορά του Χαρίλαου Τρικούπη στην ελληνική Ναυσιπλοΐα

0

Tης Δρος Μαρίας Σάρδη

Αν και τα χρόνια της πρωθυπουργίας του Χαρίλαου Τρικούπη (1882-1885, 1886-1890, 1892 – 1893) συχνά ταυτίζονται με την ανάπτυξη του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, η μέριμνά του για τους θαλάσσιους δρόμους της χώρας και την ασφάλεια της ναυσιπλοοίας υπήρξε εξίσου σημαντική.

Κατά την πρωθυπουργία του πραγματοποιήθηκαν πολλές εργασίες στα λιμάνια του Πειραιά, της Σύρου και της Πάτρας, αλλά και σε πολλούς μικρότερους λιμένες της χώρας. Διαβλέποντας πως η ιστιοφόρος ναυτιλία θα μετατρεπόταν σύντομα σε ατμοκίνητη θέλησε να τροποποίησει τη ναυτιλιακή νομοθεσία, ενώ εγκαινίασε το 1882 τις εργασίες για τη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθού που θα διευκόλυνε σημαντικά τη διέλευση των ατμόπλοιων μειώνοντας αισθητά το κόστος και τον χρόνο του ταξιδιού. Ο ίδιος ωστόσο δεν βρισκόταν πλέον στην εξουσία τη στιγμή των εγκαινίων της διώρυγας τον Ιούλιο του 1893 καθώς έναν μήνα πριν είχε ηττηθεί στις εκλογές και την πρωθυπουργία κατείχε πλέον ο Σωτήριος Σωτηρόπουλος.

Ο Χ.Τρικούπης υπήρξε επίσης ο πρωθυπουργός που οραματίστηκε ήδη από το 1882 και ενέταξε σε ένα ευρύ πλαίσιο αναπτυξιακών έργων τη διεύρυνση του πορθμού του Ευρίπου, την αυξήση του βάθους του για την εξυπηρέτηση μεγαλύτερων πλοίων καθώς και την αντικατάσταση της προυπάρχουσας ξύλινης γέφυρας με σιδερένια περιστρεφόμενη, η οποία μάλιστα αναφέρεται συχνά στην βιβλιογραφία και ως «γέφυρα του Τρικούπη». Ωστόσο, αν και τα έργα για τη διεύρυνση του πορθμού του Ευρίπου ξεκίνησαν επί πρωθυπουργίας του, ολοκληρώθηκαν και εγκαινιάστηκαν την 17η Απριλίου 1896, δηλαδή μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του (ο ίδιος απεβίωσε αυτοεξόριστος στις Κάννες στις 30 Μαρτίου 1896). Θεωρώντας ο Χ.Τρικούπης πως «η Ελλάς ήταν έθνος ναυτικόν» μερίμνησε επίσης και για την εκπαίδευση των ναυτών ιδρύοντας τη Σχολή Ναυκλάστρων και τη Στρατιωτική Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, η οποία λειτούργησε στον ατμοδρόμωνα «Ελλάς» από το 1884 έως την μεταφορά της στον Πειραιά το 1885.

Ιδιαίτερη έμφαση όμως δόθηκε από τον Χ. Τρικούπη και στην συντήρηση των φάρων και φανών της χώρας, καθώς από τη σύσταση του νεότερου ελληνικού κράτους μέχρι το 1887, το σύνολο των φάρων υπαγόταν στο Υπουργείο Ναυτικών και στο Υπουργείο Εσωτερικών και οι θέσεις των φάρων και των φανών επιλέγονταν χωρίς κεντρικό σχεδιασμό.

Η φροντίδα τους ανατέθηκε το 1887 σε ένα ειδικό ταμείο που σκοπό είχε την εύρυθμη λειτουργία και συντήρηση των 43 φάρων που λειτουργούσαν έως τότε στον ελλαδικό χώρο, αλλά και την κατασκευή νέων. Συστάθηκε μάλιστα και ειδική επιτροπή που γνωμοδοτούσε για την οργανωμένη ανάπτυξη του δικτύου των φάρων σε όλη την ελληνική επικράτεια.

Αποτέλεσμα της μέριμνας αυτής υπήρξε η κατασκευή 26 νέων φάρων, ενώ το 1893 γνωρίζουμε πως βρίσκονταν υπό κατασκευή επιπλέον 72 νέοι φάροι. Απότερος στόχος ήταν ο συνολικός αριθμός τους να ανέλθει στους 141. Αξίζει να σημειωθεί πως οι φανοί και οι φάροι αυτοί αποτελούν σημαντικό τμήμα του ελληνικού φαρικού δικτύου έως σήμερα.