Έρευνα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια κατέδειξε ότι, αν δεν μειωθούν ταυτόχρονα τα αερολύματα και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, τότε μπορεί να οδηγηθούμε σε περαιτέρω υπερθέρμανση του πλανήτη. Αν οι εκπομπές ρύπων συνεχιστούν με τους ίδιους αμείωτους ρυθμούς, τότε ούτε οι ωκεανοί θα μπορούν να συμβάλουν στη σταθεροποίηση της θερμοκρασίας.
Τα αερολύματα και οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα προέρχονται, σε μεγάλο ποσοστό, από τις καύσεις του βιομηχανικού τομέα και τις μεταφορές. Δυστυχώς, η καθημερινή έκθεση στη μολυσμένη ατμόσφαιρα μπορεί να οδηγήσει σε ασθένειες του αναπνευστικού συστήματος, δηλαδή σε άσθμα, βρογχίτιδα και τέλος ακόμα και σε καρκίνο.
Η ερευνητική ομάδα δημιούργησε δύο σενάρια μοντέλων πρόβλεψης για να μελετήσει τον αντίκτυπο του περιορισμού παραγόντων οι οποίοι ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα. Το πρώτο σενάριο αφορούσε μόνο τη μείωση των αερολυμάτων, ενώ το δεύτερο σενάριο βασίζεται στην ταυτόχρονη μείωση εκπομπών αερολυμάτων και αερίων του θερμοκηπίου. Κατά το πρώτο σενάριο μειώθηκαν αισθητά τα αερολύματα στην ατμόσφαιρα, εντούτοις φάνηκε ότι αυτά είναι ικανά να μετατοπίσουν την «πηγή θέρμανσης» των ωκεανών από τον Νότιο Ωκεανό προς τον Βόρειο Ατλαντικό.
Ως εκ τούτου, οι ερευνητές υπογραμμίζουν ξανά τη σημασία για ταυτόχρονη μείωση στις εκπομπές αερολυμάτων και αερίων του θερμοκηπίου, όπως προβλέπεται από το δεύτερο σενάριο.
Σήμερα, ο πλανήτης δυστυχώς εμφανίζει αύξηση κατά 50% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με τα επίπεδα του 1850 και η τάση αυτή αυξάνεται με αμείωτο ρυθμό.
Σε βάθος χρόνου, για να σταθεροποιηθεί η εκπομπή του διοξειδίου του άνθρακα στα σημερινά επίπεδα, θα πρέπει μέχρι το 2070 να χρησιμοποιείται αποκλειστικά ενέργεια από «πράσινες πηγές». Η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος προωθεί κάθε είδους ρυθμιστική δικλίδα, έτσι ώστε η θερμοκρασία στον πλανήτη να μην αυξηθεί περισσότερο από 1,5 βαθμό Κελσίου από τα προβιομηχανικά επίπεδα και συνεπώς να μετριαστούν οι χειρότερες επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Φωτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ