Το πρώτο μπάρκο του δοκίμου, η πρώτη οπτική επαφή με το βαπόρι, η στιγμή που ανεβαίνεις τις σκάλες και το πόδι σου πατά για πρώτη φορά στο κατάστρωμα του πλοίου μένουν παντοτινά χαραγμένα στη μνήμη.
Η ημερομηνία στο κινητό δείχνει 9 Μαρτίου 2013 και με τις δύο βαλίτσες στα χέρια μου, παρέα με τον ανθυποπλοίαρχο και άλλον έναν δόκιμο, κάνουμε το check-in στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» για να πετάξουμε στην Τεργέστη μέσω Ρώμης και να ανεβούμε στο πλοίο.
Η αλήθεια είναι πως το προηγούμενο βράδυ κοιμήθηκα λίγο ταραγμένος. Άλλωστε, θα με περίμενε ένα ανεπανάληπτο εξάμηνο μπάρκο, όπου θα γνώριζα νέο κόσμο και θα ταξίδευα σε νέες χώρες και λιμένες που δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ.
Έχοντας μπει στο αεροπλάνο και «σπάσει τον πάγο» μεταξύ μας, αντιλαμβάνομαι πως ήδη έχουμε γίνει φίλοι και μαζί θα κάνουμε καλή παρέα.
Φτάνοντας, απόγευμα πλέον, στο αεροδρόμιο της Τεργέστης στην Ιταλία, βλέπουμε έναν οδηγό να κρατάει μια ταμπέλα σηκωμένη στα χέρια του με το όνομα του πλοίου μας. Μας ενημερώνει πως είναι υπεύθυνος για την ασφαλή μεταφορά μας και πως ο ατζέντης του πλοίου μάς έχει κλείσει ξενοδοχείο στο κέντρο της πόλης για να διανυκτερεύσουμε, ώστε την επομένη το πρωί να προλάβουμε να ανεβούμε στο πλοίο, που θα βρίσκεται στον λιμένα.
Αφήνουμε τα πράγματά μας στα δωμάτια του ξενοδοχείου και καθόμαστε για λίγο να χαλαρώσουμε από την κούραση της ημέρας και του ταξιδιού. Έπειτα, συνεχίζουμε το βράδυ μας στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, για να γευματίσουμε, και εκεί πιάνουμε συζήτηση για την εμπειρία του μπάρκου και τις πτυχές του ναυτικού επαγγέλματος, και προσωρινά ανακουφίζομαι από τις έγνοιες μου.
Το επόμενο πρωί έφτασε και επιτέλους ήρθε η στιγμή που θα ανέβαινα πρώτη φορά πάνω σε βαπόρι.
Για άλλη μία φορά, ο οδηγός μάς περιμένει στην κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου για να μας μεταφέρει στο πλοίο. Η χαρά, το άγχος και η αγωνία μέσα μου έχουν πλέον κορυφωθεί και, με όλα τα ανάμεικτα συναισθήματα, περιμένω πώς και πώς να φτάσουμε στον ντόκο, δηλαδή στην προβλήτα όπου βρίσκεται ελλιμενισμένο το πλοίο.
Το βαν σταματάει ακριβώς κάτω από τις σκάλες του πλοίου και ευτυχώς γλιτώνουμε το μακρύ περπάτημα στον ντόκο. Άλλωστε, το πλοίο ήταν τουλάχιστον 300 μέτρα, πώς να μη μείνω σαστισμένος. Ποτέ μου δεν μπορούσα να διανοηθώ πως τα μεγάλα βαπόρια που αντίκριζα από μακριά ήταν τόσο «θηρία» από κοντά. Παίρνω μία ακόμα ανάσα και ανεβαίνω τις σκάλες, πατάω στο κατάστρωμα και χαιρετώ τον ναύτη που μας καλωσορίζει. Μπαίνουμε στο ακομοδέσιο (στον χώρο ενδιαίτησης του πληρώματος) του πλοίου και συστήνομαι στον πλοίαρχο και στο υπόλοιπο πλήρωμα. Με αυτό το ξεκίνημα, σιγά σιγά εγκλιματίζομαι στο νέο μου «πλωτό» περιβάλλον και σκέφτομαι τα ταξίδια που θα κάνω.