Με δεδομένες τις σημαντικότατες απώλειες της ελληνικής ναυτιλίας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η δραστηριοποίηση των Ελλήνων στη θάλασσα κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια θα ήταν ένα εγχείρημα δύσκολο και απαιτητικό. Είναι επομένως λογικό το ότι γεγονότα που σηματοδοτούσαν μια προσπάθεια για ανάκαμψη και εξέλιξη της ελληνικής εμπορικής αλλά και επιβατηγού ναυτιλίας γίνονταν αποδεκτά από τη ναυτιλιακή κοινότητα με ιδιαίτερη θέρμη και ενθουσιασμό.
Τα Ναυτικά Χρονικά, πρωταγωνιστώντας πάντοτε στην κάλυψη των σημαντικότερων εξελίξεων στο εγχώριο αλλά και διεθνές θαλάσσιο επιχειρείν, στο τεύχος της 15ης Οκτωβρίου 1948 παρουσιάζουν τον κατάπλου του επιβατηγού «Ιωνία» στο λιμάνι του Πειραιά.
Το «Ιωνία» ήταν το νέο απόκτημα των Ελληνικών Μεσογειακών Γραμμών (ΕΛΜΕΣ) και, σύμφωνα με το περιοδικό, η αγορά του αποτελούσε «ιστορικόν σταθμόν διά την ανάπτυξιν της Ελληνικής ναυτιλιακής δραστηριότητας εις τα γνώριμα ύδατα της Μεσογείου».
Το πλοίο είχε ναυπηγηθεί το 1913 με το όνομα «Digby» και είχε χρησιμοποιηθεί ως μεταγωγικό και μεταφορικό πλοίο και στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Η ΕΛΜΕΣ το απέκτησε στις αρχές του 1947 από την United Baltic Corporation και, έχοντας γνώση ότι πλέον μετρούσε πολλές δεκαετίες υπηρεσίας στις θάλασσες, αποφάσισε τη ριζική ανανέωσή του.
Η μετασκευή του «Ιωνία» έλαβε χώρα στα ναυπηγεία Barclay Curle της Γλασκώβης και διήρκεσε σχεδόν δύο χρόνια. Με ιδιαίτερα αναλυτικό ρεπορτάζ, τα Ναυτικά Χρονικά παρουσιάζουν το «μεταμορφωμένο» επιβατηγό, το οποίο πλέον χαρακτηρίζεται ως «το πολυτελέστερον σκάφος της Μεσογείου».
Το πλοίο εξοπλίστηκε με όλα τα απαραίτητα μέσα και την πιο σύγχρονη τεχνολογία που ήταν διαθέσιμη εκείνη την εποχή. Το «Ιωνία» είχε εκτόπισμα 9.500 τόνων, με δυνατότητα μεταφοράς συνολικά 400 επιβατών. Από μηχανικής άποψης ήταν εξοπλισμένο με παλινδρομική μηχανή τριπλής εκτόνωσης και δύναμης 3.650 ίππων, δίνοντας στο πλοίο ικανότητα να ταξιδεύει με ταχύτητα 15 κόμβων την ώρα.
Τα διαμερίσματα και οι κοινόχρηστοι χώροι του πλοίου χαρακτηρίζονται ως πολυτελέστατα, με κάθε φροντίδα να έχει προβλεφθεί για την άνεση και την ασφάλεια των επιβατών. Χαρακτηριστικό είναι το ότι το πλοίο διέθετε αρτοποιείο, ζαχαροπλαστείο, κουρεία για κάθε κατηγορία θέσης καθώς και καταστήματα με πληθώρα προϊόντων διαθέσιμα για τους επιβάτες.
Η μεγάλη διάρκεια παραμονής του πλοίου στις γιάρδες της Σκωτίας είχε δημιουργήσει αισθήματα προσμονής και περιέργειας στον κόσμο του Πειραιά. Έτσι, όταν στις 2 Οκτωβρίου 1948 το «Ιωνία» έφτανε στον Πειραιά, στην προκυμαία είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος, ανυπομονώντας να δουν το πλοίο από κοντά.
Μετά τη μετασκευή του, το «Ιωνία» θεωρούνταν το πιο σύγχρονο επιβατηγό liner στη Μεσόγειο, με το περιοδικό να προβλέπει ότι, τουλάχιστον για την επόμενη πενταετία, το «Ιωνία» θα κρατούσε τα πρωτεία του ανταγωνισμού εναντίον των αντίστοιχων γαλλικών και ιταλικών επιβατηγών.
Το «Ιωνία» προοριζόταν για τη γραμμή Πειραιάς-Αίγυπτος και Πειραιάς-Γένοβα-Μασσαλία και θα αποτελούσε τη «ναυαρχίδα» της ΕΛΜΕΣ για αρκετά χρόνια, μένοντας στην υπηρεσία της εταιρείας μέχρι και το 1964, οπότε και πουλήθηκε.
Στις σελίδες των Ναυτικών Χρονικών διαπιστώνεται ο ενθουσιασμός του περιοδικού και των αναγνωστών του για μια πραγματικά σημαντική επένδυση στον χώρο της επιβατηγού ναυτιλίας από μια εταιρεία η οποία για χρόνια θα ήταν εκ των πρωταγωνιστών της μεσογειακής επιβατηγού ναυτιλίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει, φυσικά, και η περίοδος κατά την οποία το πλοίο «ύψωσε την κυανόλευκον». Δύο μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ελληνική ναυτιλία ανέμενε τέτοιες ειδήσεις με αγωνία και προσμονή.
Πληροφορίες για τη συγγραφή του άρθρου αντλήθηκαν από το ψηφιοποιημένο αρχείο των Ναυτικών Χρονικών. Μπορείτε να βρείτε περισσότερες πληροφορίες για το «Ιωνία» μέσω του συνδέσμου: https://archive.naftikachronika.gr/issue1948-i540/page-8/
«Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου».
Πηγή: Ναυτικά Χρονικά