Η Καδιώ Γ. Σιγάλα γεννήθηκε στην Οία της Σαντορίνης το 1885 και ήταν κόρη του καπτ. Γεωργίου Νομικού και σύζυγος του Γεωργίου Α. Σιγάλα. H οικογένεια του συζύγου της ασχολούνταν με τη ναυτιλία από τα τέλη του 18ου αιώνα, ενώ και η ίδια προερχόταν από ναυτικό περιβάλλον. Το 1922 υπήρξε χρονιά-σταθμός για την οικογενειακή επιχείρηση, καθώς ο Οίκος Σιγάλα, ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στην Οία της Σαντορίνης και διαχειριζόταν σημαντικό αριθμό ιστιοφόρων, επένδυσε στα ατμόπλοια και μετεγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Η διττή αυτή απόφαση θα ήταν ευεργετική για τη διαχείριση και την ανάπτυξη της ναυτιλιακής επιχείρησης.
Η Καδιώ Γ. Σιγάλα αποτέλεσε τη βασική διαχειρίστρια του ναυτιλιακού οίκου στον Πειραιά, με τον σύζυγό της και τον υιό της Αλέξανδρο Σιγάλα (1900-1978) να εργάζονται ως καπετάνιοι στα εμπορικά πλοία της εταιρείας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Με την υπομονή και την εργατικότητα που χαρακτήριζε την Καδιώ Γ. Σιγάλα στη διαχείριση πλοίων, η ναυτιλιακή επιχείρηση της οικογένειας Σιγάλα έφτασε να διαχειρίζεται τέσσερα ατμόπλοια λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της διαχείρισης πληρωμάτων ήταν η επιλογή της εταιρείας να έχει πάντοτε στα πλοία της ναυτικούς από τη Σαντορίνη. Ταυτόχρονα, η Καδιώ Γ. Σιγάλα διατηρούσε προσωπική σχέση με τα πληρώματα των πλοίων που διαχειριζόταν, ίδιον του διαχρονικού «hands-on management» των Ελλήνων της θάλασσας.
Η δίνη των πολεμικών συγκρούσεων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε ιδιαίτερα οδυνηρή για τα πλοία ελληνικής διαχείρισης και τους Έλληνες ναυτικούς και η μοίρα του «πλωτού υλικού» της οικογένειας Σιγάλα δεν αποτέλεσε εξαίρεση: όλα τα πλοία τους βυθίστηκαν από τους Γερμανούς, γεγονός ιδιαίτερα δυσμενές για τις προοπτικές της επιχείρησης κατά τη μεταπολεμική περίοδο.
Η καταστροφή αυτή έδωσε το δικαίωμα στον Αλέξανδρο Σιγάλα να αγοράσει ένα από τα 100 πλοία τύπου Λίμπερτυ, τα οποία η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε θέσει προς πώληση σε Έλληνες πλοιοκτήτες με την εγγύηση του ελληνικού κράτους. Το πλοίο αυτό, το «Σαντορίνη», φέροντας το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του Οίκου Σιγάλα, ήταν ο θεμέλιος λίθος για την ανασυγκρότηση της Sigalas Brothers Steamships, η οποία δραστηριοποιήθηκε στον κλάδο των φορτηγών και επιβατηγών πλοίων από το 1947 έως το 1962. Την κληρονομιά της ναυτιλιακής αυτής επιχείρησης θα συνέχιζαν μέλη της οικογένειας Σιγάλα.
Η Καδιώ Γ. Σιγάλα απεβίωσε πλήρης ημερών στις 2 Ιουλίου 1967, ολοκληρώνοντας ένα από τα πιο ιδιαίτερα κεφάλαια της σύγχρονης ναυτιλιακής ιστορίας της χώρας. Όπως αναφέρουν τα Ναυτικά Χρονικά στη νεκρολογία της, η Καδιώ Γ. Σιγάλα «ανεμίχθη ολοκληρωτικώς με την εφοπλιστικήν επιχείρησιν». Η Κυκλαδίτισσα εφοπλίστρια κατόρθωσε να επιβιώσει και να καθιερωθεί επαγγελματικά σε έναν κλάδο ιδιαίτερο και απαιτητικό, σε μια εποχή που μια γυναίκα αποτελούσε μοναδικό φαινόμενο στον ευρύτερο επαγγελματικό στίβο.
Στη σημερινή εποχή, η ναυτιλιακή βιομηχανία απασχολεί δεκάδες χιλιάδες γυναίκες, οι οποίες, καταλαμβάνοντας θέσεις σε όλες τις επαγγελματικές βαθμίδες του κλάδου, επιδεικνύουν υψηλή φιλοδοξία, ισχυρή θέληση και επαγγελματικό όραμα. Μορφές όπως η Καδιώ Γ. Σιγάλα αποτελούν παραδείγματα για το πώς μια προσωπικότητα με ικανότητα, επιμονή και πάθος για το επάγγελμά της μπορεί να τα καταφέρει απέναντι στις αντιξοότητες και να αφήσει το δικό της αποτύπωμα στη ναυτιλιακή βιομηχανία.
Πληροφορίες για τη συγγραφή του άρθρου αντλήθηκαν από τεύχη των Ναυτικών Χρονικών και από την έκδοση I. Theotokas and G. Harlaftis, Leadership in World Shipping – Greek Family Firms in International Business (Palgrave MacMillan, 2009).
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.
Πηγή: Ναυτικά Χρονικά