Του Καπτ. Γ. Γεωργούλη
Λόγω της πανδημίας του Covid-19, η ναυτιλιακή βιομηχανία αντιμετωπίζει τώρα πολλά προβλήματα που πριν από την απομόνωση (lockdown) δεν υπήρχαν σε ό,τι αφορά τις λειτουργίες ρουτίνας. Ένα από τα μεγαλύτερα αυτά προβλήματα που ανέκυψαν ήταν, και είναι, η αλλαγή των πληρωμάτων. Οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν για την αποφυγή της εξάπλωσης του ιού έχουν δημιουργήσει δυσκολίες στην αλλαγή του πληρώματος. Οι πλοιοκτήτες συχνά αναγκάζονται να παρεκκλίνουν από τον σχεδιασμένο πλου για την αποβίβαση του πληρώματος και την επιβίβαση των αντικαταστατών. Αυτό το πρόβλημα, ενώ αφορά την ασφάλεια του πληρώματος και του πλοίου, συγχρόνως αποτελεί και πεδίο διεκδικήσεων μεταξύ πλοιοκτητών και ναυλωτών.
Ορισμένα ναυλοσύμφωνα περιέχουν ρήτρες, που δίνουν το δικαίωμα στους ιδιοκτήτες να παρεκκλίνουν της σχεδιασμένης πορείας με στόχο την αλλαγή πληρώματος. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η ρήτρα «Covid-19 Crew change BIMCO», η οποία δίνει στους ιδιοκτήτες την ελευθερία να παρεκκλίνουν για σκοπούς αλλαγής πληρώματος, εφόσον οι περιορισμοί που αφορούν τον Covid-19 εμποδίζουν την αλλαγή πληρώματος στα λιμάνια στα οποία το πλοίο πρόκειται να προσεγγίσει εντός του προγραμματισμένου ταξιδιού. Κατά συνέπεια, μια παρέκκλιση που εμπίπτει απόλυτα στη διατύπωση της ρήτρας δεν θα συνιστά παραβίαση στους όρους του ναυλοσυμφώνου και το κόστος της απόκλισης επιμερίζεται μεταξύ των μερών. Ωστόσο, οι περισσότερες από τις ρήτρες που προβλέπονται στα ναυλοσύμφωνα σήμερα με τον τρόπο που διατυπώνονται επιτρέπουν μόνο την παρέκκλιση με σκοπό την παροχή βοήθειας σε πλοία που κινδυνεύουν και τη διάσωση ζωής και περιουσίας στη θάλασσα. Σε αυτή την περίπτωση, μονομερής απόφαση παρέκκλισης συνιστά κανονικά παραβίαση των όρων του ναυλοσυμφώνου.
Οι πλοιοκτήτες είναι αυτοί που είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση του πλοίου, την ασφάλειά του, την ασφάλεια του πληρώματος και του φορτίου. Σε περιπτώσεις όπου ο ναυλωτής δεν δίνει το δικαίωμα στον πλοιοκτήτη να παρεκκλίνει από το συμφωνημένο ταξίδι, μια παρέκκλιση συνιστά κανονικά παραβίαση των όρων του ναυλοσυμφώνου και οι ναυλωτές θα μπορούν να απαιτήσουν αποζημίωση για τις ζημίες που υπέστησαν λόγω της καθυστέρησης.
Στο πλαίσιο της χρονοναύλωσης, το πλοίο συνήθως θα τεθεί εκτός μίσθωσης (off hire) για όλη τη διάρκεια της παρέκκλισης και οι πλοιοκτήτες θα είναι υπεύθυνοι για τα έξοδα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της παρέκκλισης, όπως τα καύσιμα και τα λιμενικά τέλη.
Για ναυλώσεις ταξιδιών, η απόκλιση θα συνιστά κανονικά παραβίαση της υποχρέωσης εκτέλεσης του ταξιδιού με «due dispatch» ή «utmost dispatch».
Επιπλέον, η παρέκκλιση μπορεί επίσης να διακόψει τη μέτρηση του laytime και του demurrage. Οι πλοιοκτήτες κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με σημαντικές απώλειες, για παράδειγμα σε περιπτώσεις όπου το πλοίο τίθεται σε υποχρεωτική καραντίνα μετά την αλλαγή του πληρώματος ή δεχόμενοι απαιτήσεις λόγω καθυστερημένης παράδοσης από παραλήπτες φορτίου.
Εάν το ναυλοσύμφωνο περιέχει μια ρήτρα ενσωμάτωσης (paramount clause), οι κανόνες της Χάγης/Βίσμπυ θα ενσωματωθούν στο ναυλοσύμφωνο, σύμφωνα με τους οποίους μια «λογική παρέκκλιση» επιτρέπεται και δεν θα οδηγήσει σε αθέτηση του ναυλοσυμφώνου. Το τι συνιστά «λογική παρέκκλιση» δεν περιγράφεται περαιτέρω στους Κανόνες και πρέπει να αξιολογείται κατά περίπτωση. Η ανάγκη της απόδειξης ότι η παρέκκλιση για την αλλαγή του πληρώματος είναι λογική φυσικά αφορά τον πλοιοκτήτη. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, εάν δεν αποδειχθεί ότι η παρέκκλιση είναι στα πλαίσια του κοινού νου, οι συνέπειες μπορεί να είναι σοβαρές. Εκτός από την ευθύνη για την καθυστέρηση που υπέστησαν οι ναυλωτές, οι πλοιοκτήτες ενδέχεται επίσης να χάσουν το δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης τους για απαιτήσεις φορτίου.
Όπως είδαμε, η αλλαγή πληρώματος είναι συνήθως πρόβλημα των πλοιοκτητών και ο χρόνος που χάνεται από αυτήν εμπίπτει στις ευθύνες τους. Ωστόσο, μπορούν να ληφθούν μέτρα για να αποφευχθεί αυτό. Τέτοια μέτρα μπορούν να είναι:
· Εάν το ταξίδι είναι σύντομο, θα πρέπει να φροντίσουν ότι η αλλαγή του πληρώματος πραγματοποιείται πριν από την έναρξη του ταξιδιού.
· Για μεγαλύτερα ταξίδια, όπου αποδεικνύεται απαραίτητη μια αλλαγή πληρώματος, οι πλοιοκτήτες θα πρέπει να προσπαθήσουν να συμφωνήσουν με τους ναυλωτές στην εισαγωγή ρήτρας στο ναυλοσύμφωνο που να επιτρέπει την παρέκκλιση του πλοίου για τον σκοπό της αλλαγής πληρώματος.
Η εισαγωγή μιας ρήτρας ενσωμάτωσης (paramount clause) στο ναυλοσύμφωνο μπορεί επίσης να είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις όπου η παρέκκλιση θεωρείται λογική.
Εάν η παρέκκλιση δεν έχει συμφωνηθεί στη ναύλωση, οι πλοιοκτήτες θα πρέπει να προσπαθήσουν να λάβουν τη συγκατάθεση από τους ναυλωτές και τους παραλήπτες πριν από την εκτέλεση της παρέκκλισης.