Ημερήσιοι άνεμοι ονομάζονται αυτοί που δημιουργούνται στη διάρκεια του 24ώρου λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας που παρατηρείται τόσο την ημέρα όσο και τη νύχτα μεταξύ ξηράς και θάλασσας. Όταν δύο κοντινές περιοχές παρουσιάζουν κάποια διαφορά θερμοκρασίας, τότε θα παρουσιάζουν και διαφορά πίεσης, εξαιτίας της οποίας ο άνεμος θα έχει φορά από την ψυχρή προς τη θερμή περιοχή για τα αέρια στρώματα που βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια της γης, ενώ θα έχει φορά από τη θερμή προς την ψυχρή περιοχή για τα ανώτερα αέρια στρώματα. Προκειμένου να αναπληρώνεται η μάζα αέρα από τα σημεία από τα οποία θεωρητικά χάνεται, δημιουργείται αυτό που ονομάζουμε «κύτταρο κυκλοφορίας», δηλαδή συνεχής ροή αέρα μεταξύ μιας θερμής και μιας ψυχρής περιοχής.
Η θαλάσσια αύρα (sea breeze) αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα ημερήσιου ανέμου του τοπικού συστήματος και παρατηρείται σε θαλάσσιες περιοχές σε όλο τον κόσμο. Το παραπάνω φαινόμενο συνδέεται με τον διαφορετικό τρόπο θέρμανσης ξηράς και θάλασσας. Λόγω της μικρότερης τιμής της θερμοχωρητικότητας της ξηράς σε σχέση με αυτήν της θάλασσας, η ξηρά για τα ίδια ποσά ενέργειας που λαμβάνει από τον ήλιο μεταβάλλει περισσότερο τη θερμοκρασία της, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται υψηλότερες τιμές θερμοκρασίας πάνω σε αυτήν. Η θάλασσα, έχοντας την τριπλάσια θερμοχωρητικότητα συγκριτικά με την ξηρά, δεν θερμαίνεται το ίδιο ισχυρά από τον ήλιο, επειδή μέρος της ηλιακής ακτινοβολίας που λαμβάνει χρησιμοποιείται για την εξάτμιση των υδρατμών από τις ελεύθερες θαλάσσιες επιφάνειες.
Η θαλάσσια αύρα παρατηρείται κατά τους εαρινούς και θερινούς μήνες, όταν ο καιρός είναι αίθριος, με μικρές διαφορές πίεσης, ευνοώντας την ισχυρή θέρμανση του εδάφους. Η διαφορετική θέρμανση μεταξύ θάλασσας και ξηράς προκαλεί οριζόντιες βαροβαθμίδες, με αποτέλεσμα η πίεση πάνω από τη θάλασσα να έχει μεγαλύτερη τιμή από αυτήν που παρατηρείται στην ξηρά και συνεπώς να δημιουργείται μια θερμική κυκλοφορία με άνεμο που έχει φορά από τη θάλασσα προς την ξηρά στην επιφάνεια και ένα αντίθετο ρεύμα υψηλότερα.
Η θαλάσσια αύρα δημιουργείται κοντά στην ακτή και φτάνει σε ύψος περίπου 100 μ. Καθώς κατά τη διάρκεια της ημέρας το ύψος του ήλιου αυξάνεται, η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ξηράς και θάλασσας γίνεται μεγαλύτερη και συνεπακόλουθα αυξάνεται η διαφορά πίεσης. Επομένως, αυξάνεται προοδευτικά η ένταση της θαλάσσιας αύρας, που παίρνει τη μέγιστη τιμή της τις πρώτες μεσημβρινές ώρες, οπότε παρατηρείται το μέγιστο της θερμοκρασίας. Μετά το μέγιστο της θερμοκρασίας, καθώς οι διαφορές θερμοκρασίας και πίεσης ελαττώνονται, ελαττώνεται και η ένταση της θαλάσσιας αύρας και παύει τις πρώτες νυχτερινές ώρες.
Στην περίπτωση της απογείου αύρας (land breeze), επικρατούν οι αντίστροφες συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, τη νύχτα η ξηρά ψύχεται πολύ πιο ισχυρά και γρήγορα από ό,τι η θάλασσα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται χαμηλότερη θερμοκρασία πάνω από την ξηρά από ό,τι στη θάλασσα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πίεση πάνω από την ξηρά να είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με τη θάλασσα και ως εκ τούτου να δημιουργείται άνεμος με φορά από την ξηρά προς τη θάλασσα.
Η απόγειος αύρα πνέει κάθετα στην ακτή και διαρκεί περίπου μέχρι και την ανατολή του ήλιου, οπότε και σταματά η νυχτερινή ψύξη. Λόγω των μικρότερων διαφορών θερμοκρασίας και πίεσης συγκριτικά με την ημέρα, η ένταση και η έκταση της απογείου αύρας είναι πολύ μικρότερη από ό,τι της θαλάσσιας αύρας.
Οι πληροφορίες για το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν από το βιβλίο Ναυτική Μετεωρολογία (Γ’ Έκδοση), των Αικατερίνη Γ. Ψύχα και Μιχαήλ Π. Μηνογιάννη, Έκδοση Ιδρύματος Ευγενίδου 2020, σελ. 47-48
Το βιβλίο Ναυτική Μετεωρολογία του Ιδρύματος Ευγενίδου είναι διαθέσιμο εδώ.
Τα αρχείο διδακτικών βιβλίων του Ιδρύματος Ευγενίδου είναι διαθέσιμο εδώ.