Τη Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022, πραγματοποιήθηκε η αναγόρευση του σεβασμιότατου Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ.κ. Ελπιδοφόρου σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Χίο.
Κατά την τελετή αναγόρευσης, η πρύτανης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, καθ. Χρυσή Βιτσιλάκη, αναφέρθηκε στη σημαντική επιστημονική και κοινωνική δράση του Αρχιεπισκόπου, που τόσο έχει ανάγκη η κοινωνία μας, σημειώνοντας πως «οι σημερινές πολύπλοκες κοινωνίες έχουν ανάγκη τόσο τη φωνή επιστημόνων όσο και τη φωνή ανθρώπων που έχουν έγνοια για τον άνθρωπο. Φωνές που εκφράζουν την πραγματική συμμετοχή όλων με γνήσιο ενδιαφέρον για το κοινό καλό, αλλά και για διάλογο, με σκοπό την κατανόηση και την αποδοχή των συνανθρώπων μας». Παράλληλα, η πρύτανης συμπλήρωσε πως «μέσα από τον εποικοδομητικό διάλογο η κοινωνία πρέπει να παράγει και να πηγαίνει μπροστά».
Ιδιαίτερη αναφορά στη σημασία της αναγόρευσης του Αρχιεπισκόπου έκανε ο πρόεδρος του Τμήματος Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Αιγαίου, καθ. Μιχάλης Μπεκιάρης, καθότι, όπως ανέφερε κατά την ομιλία του, «είναι μόλις η τρίτη φορά που δίδεται ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του τμήματος».
Ο διευθυντής του MBA του τμήματος, καθ. Μανώλης Χριστοφάκης, αφού αναφέρθηκε στις χιώτικες ρίζες του σεβασμιότατου Αρχιεπισκόπου, έκανε εκτενή αναφορά στο βιογραφικό του και εξήρε το πλούσιο και πολύπλευρο ακαδημαϊκό, φιλανθρωπικό, ποιμαντικό και διοικητικό έργο του, ενώ τον χαρακτήρισε «χαρισματικό ηγέτη και φωτισμένο ιεράρχη». Δεν παρέλειψε μάλιστα να υπογραμμίσει την πρωτοβουλία του για «θεολογικό διάλογο με εκπροσώπους άλλων θρησκειών».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής, εμφανώς συγκινημένος, δήλωσε πως η σημερινή αναγόρευση αποτελεί «μεγάλη τιμή για την ελαχιστότητά μου», ενώ κατά την ομιλία του εστιάστηκε στην έννοια της «κρίσης» και στην αντιμετώπιση των κρίσεων ιστορικά από το Πατριαρχείο, αναφέροντας πως «κάθε κρίση γεννά και μια ευκαιρία για ανάδειξη στρατηγικών διαχείρισης και αντιμετώπισης», ενώ σημείωσε πως «είναι εξίσου σημαντική με την αντιμετώπιση μιας κρίσης η ανάδειξη των αιτιών αλλά και των αποτελεσμάτων της», κατηγοριοποιώντας μάλιστα τις αιτίες σε εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες. Δεν παρέλειψε ακόμη να αναφέρει πως είναι εξίσου σημαντικός ο επανασχεδιασμός της στρατηγικής μετά από κάθε κρίση, αξιοποιώντας την αποκτηθείσα εμπειρία και τα νέα δεδομένα.
Επιπλέον, ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ.κ. Ελπιδοφόρος εστιάστηκε στην «πάγια αγάπη της Εκκλησίας προς τον άνθρωπο και τον κόσμο». Στο πλαίσιο αυτό τοποθετήθηκε για το θέμα των εμβολιασμών, καθώς υπογράμμισε και εξήρε την προτροπή του Πατριάρχη Βαρθολομαίου για εμβολιασμούς και υποχρεωτική χρήση μασκών. Όπως ανέφερε, μάλιστα, ο δημόσιος εμβολιασμός του Πατριάρχη «παρά τη γενικότερη δαιμονοποίηση, δεν ήταν μια αναίμακτη απόφαση».
Για μία ακόμη φορά, ο Αρχιεπίσκοπος δεν άφησε εκτός της ατζέντας το περιβάλλον και την ανάγκη για την προστασία του, σημειώνοντας πως «παρότι προτάσεις σεβασμού και προστασίας του περιβάλλοντος και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης είχαν υπάρξει διαχρονικά, τη θεολογική διάσταση ανέδειξε πρώτο το Πατριαρχείο, το οποίο, όπως ανάφερε, «συντονίζει την παγκόσμια Ορθοδοξία, ενώ έχει έναν υπερεθνικό χαρακτήρα».
Ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής κ.κ. Ελπιδοφόρος εμφανίστηκε ιδιαίτερα σκεπτικός απέναντι στο Πατριαρχείο της Μόσχας, αναφέροντας πως «το αυτοκέφαλο στην Εκκλησία δεν νοείται ως αυτοκεφαλισμός, καθώς καμία εκκλησία δεν μπορεί να είναι ακοινώνητη, ανεξάρτητη και αποκομμένη από τις υπόλοιπες ορθόδοξες εκκλησίες», προσθέτοντας μάλιστα πως «ενότητα και ετερότητα συνυπάρχουν στην ορθόδοξη εκκλησιολογία». Αποκάλυψε επίσης πως, μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, το εκκλησιαστικό σκηνικό στην Ουκρανία ήταν συγκρουσιακό. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο προσπάθησε να επιλύσει το εσωτερικό πρόβλημα της Ουκρανικής Εκκλησίας με τον Πατριάρχη της Μόσχας, ωστόσο ο επικεφαλής της Ρωσικής Εκκλησίας ανέβαλλε ή υποβάθμιζε αυτή την προσπάθεια και τελικά διέκοψε τον διάλογο.
Ο Αρχιεπίσκοπος κλείνοντας δεν παρέλειψε να κάνει αναφορά σε μια «ανειλικρινή στάση» της Μόσχας για το εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ουκρανίας, δηλώνοντας πως το Πατριαρχείο της Μόσχας έχει διακόψει κάθε διάλογο με όσες εκκλησίες αποδέχτηκαν την εκλογή του νέου Μητροπολίτη Μόσχας και αναγνώρισαν το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Εκκλησίας», ενώ σημείωσε πως «ο παραλογισμός» της Εκκλησίας στη Μόσχα δεν ακολουθήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.