Στις 31 Μαρτίου 1969 παρελήφθη από τους πλοιοκτήτες του το «Mini Luck». Το πρώτο mini bulk carrier παγκοσμίως ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας μεταξύ της ελληνικής διαχειρίστριας Ceres Shipping του Οίκου Ι. Π. Λιβανού και των ιαπωνικών ναυπηγείων Hakodate. Έμελλε να αποτελέσει μία από τις σημαντικότερες καινοτομίες στην ιστορία των ελληνο-ιαπωνικών ναυτιλιακών σχέσεων.
Τα Ναυτικά Χρονικά, προκειμένου να παρουσιάσουν τον νέο αυτό τύπο φορτηγού πλοίου στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό, προχώρησαν σε ένα αφιέρωμα με τίτλο «Έλληνες και Ιάπωνες οι σκαπανείς της ιδέας» στις 15 Ιουνίου 1969, όπου αναλύονται οι στόχοι πίσω από τον σχεδιασμό και τη ναυπήγηση των πρώτων mini bulk carriers.
Το «Mini Luck» είχε χωρητικότητα 3.200 dwt, ολικό μήκος 65,4 μ. και μέγιστο πλάτος 15,3 μ. Περιγράφεται από τα Ναυτικά Χρονικά ως «ωκεανοπόρον πλοίον με μηχανήν εις την πρύμνην ενός καταστρώματος». Η γέφυρα του πλοίου και τα ενδιαιτήματα του πληρώματος βρίσκονταν επίσης στην πρύμνη. Τα πλοία αυτά, παρά τις μικρές σε ιπποδύναμη μηχανές τους, ήταν ιδιαίτερα αποδοτικά με μικρή κατανάλωση καυσίμων, ενώ η πλήρης αυτοματοποίησή τους απαιτούσε πλήρωμα μόλις δέκα μελών. Το «Mini Luck» αποτέλεσε το πρώτο μιας σειράς δέκα αδελφών πλοίων, ενώ ο σχεδιασμός κρίθηκε τόσο επιτυχημένος ώστε να πραγματοποιηθούν δεκάδες ακόμη παραγγελίες στη συνέχεια.
Ιδιαίτερα σημαντικός στη σύλληψη της αρχικής ιδέας ήταν ο Έλληνας αρχιμηχανικός Ε. Καρίκας, ο οποίος εργαζόταν στο γραφείο της Νέας Υόρκης της Ceres Shipping. Τα πλοία αυτά ήταν μικρά, ευέλικτα και αποδοτικά, και επρόκειτο να εξυπηρετήσουν τη μεταφορά φορτίων από τα μεγάλα πλοία ή περιοχές πρωτογενούς παραγωγής σε μικρά λιμάνια, αβαθείς κόλπους, ακόμη και ποτάμια. Πιο συγκεκριμένα, τα mini bulk carriers κατασκευάστηκαν έχοντας ως αρχικό στόχο την εκμετάλλευση του εμπορίου σιτηρών από τις βορειοδυτικές πολιτείες των ΗΠΑ μέχρι τη Νέα Ορλεάνη διαμέσου ποταμών. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι μπορούσαν να αποδώσουν και στην ποντοπόρο ναυτιλία.
Τα mini bulk carriers εμφανίστηκαν σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από τη ναυπήγηση ολοένα και μεγαλύτερων πλοίων, όπως παρατηρούν τα Ναυτικά Χρονικά στο τεύχος της 15ης Ιουνίου 1969. Η καινοτομία που συνόδευε τον σχεδιασμό τους αλλά και η προοπτική χρήσης τους σε παράκτια ή ποτάμια ύδατα, αλλά και στην ανοικτή θάλασσα, τα κατέστησε ιδιαίτερα ευέλικτα και χρήσιμα για μια σειρά από λόγους: Σε αντίθεση με τα μεγάλα σε χωρητικότητα πλοία, μπορούσαν να εξυπηρετήσουν θέσεις που βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές ή που διέθεταν λιμάνια περιορισμένης λειτουργικότητας, ενώ είχαν και τη δυνατότητα μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Η ολοκλήρωση της ναυπήγησης του «Mini Luck» δεν αποτέλεσε μονάχα την εφαρμογή μιας καινοτόμου ιδέας, αλλά παράλληλα υπήρξε μέρος μιας συνεργασίας μεταξύ ενός ιστορικού ελληνικού ναυτιλιακού οίκου και ενός ιαπωνικού ναυπηγείου με μακρά παράδοση, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου φαινομένου.
Από την πρώτη ελληνική ναυπήγηση στην Ιαπωνία, του τάνκερ «Tini» του Ιωάννη Μ. Καρρά, το 1952, η Ελλάδα και η Ιαπωνία θα εκκινούσαν μια κοινή επιχειρηματική πορεία αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που θα είχε ως αποτέλεσμα τη ναυπήγηση εκατοντάδων νεότευκτων για τον ελληνικό και ελληνόκτητο στόλο.
Στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 70 χρόνων από την πρώτη ελληνική ναυπήγηση στην Ιαπωνία, τα Ναυτικά Χρονικά διοργανώνουν την έκθεση «Maru, Έλληνες στα ναυπηγεία της Ιαπωνίας» από 15 έως 21 Δεκεμβρίου. Η έκθεση «Maru» οπτικοποιεί πτυχές της ιστορίας των ελληνο-ιαπωνικών ναυπηγικών δεσμών, παρουσιάζοντας πλούσιο υλικό από το Αρχείο των Ναυτικών Χρονικών, προσωπικά και εταιρικά ενθύμια, και μοντέλα πλοίων που ναυπηγήθηκαν στην Ιαπωνία από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα.
Μπορείτε να μάθετε περισσότερα για την έκθεση εδώ.
Διαβάστε περισσότερα για την ιστορία των mini bulk carriers εδώ.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.