Στις 8 Σεπτεμβρίου 1966 καθελκύστηκε το νεότευκτο επιβατηγό «Έλλη» από τα ναυπηγεία «Ν. Καμήτση & Ν. Γαλάτη» του Περάματος για λογαριασμό του καπτ. Γεωργίου Φραγκουδάκη.
Τα Ναυτικά Χρονικά, στο τεύχος της 15ης Ιανουαρίου 1967, πραγματοποίησαν αφιέρωμα στην ελληνική ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία, από το οποίο ο σύγχρονος αναγνώστης πληροφορείται για τις λεπτομέρειες κατασκευής του «Έλλη» αλλά και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του πλοίου.
Το «Έλλη» είχε κατασκευαστεί στα ναυπηγεία «Ν. Καμήτση & Ν. Γαλάτη» του Περάματος, βάσει σχεδίων του ναυπηγού Χρήστου Μεσσήνη. Διέθετε χωρητικότητα 2.200 dwt, μήκος 80 μ. και πλάτος 11,2 μ. Ήταν εξοπλισμένο με όλα τα σύγχρονα για την εποχή ηλεκτρονικά όργανα και διέθετε δύο μηχανές των 4.000 ίππων, οι οποίες κατά την περίοδο των δοκιμών απέδωσαν ταχύτητα 19,75 μιλίων. Η ναυπήγηση πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις προδιαγραφές του γερμανικού νηογνώμονα. Το κόστος της ναυπήγησης ανήλθε σε 30.000.000 δραχμές, τιμή εξαιρετικά ανταγωνιστική, καθώς, όπως αναφέρουν τα Ναυτικά Χρονικά της 15ης Σεπτεμβρίου 1966, ευρωπαϊκά ναυπηγεία είχαν ζητήσει 80.000.000 δραχμές για αντίστοιχη ναυπήγηση.
Τα καταστρώματά του χαρακτηρίστηκαν «ευρύτατα», ενώ ήταν εξοπλισμένο με καθίσματα «αεροπορικού τύπου» για τους επιβάτες της τουριστικής θέσης. Συνολικά, το «Έλλη» είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει 700 επιβάτες. Χαρακτηρίστηκε δε ως το μεγαλύτερο επιβατηγό σκάφος που είχε ναυπηγηθεί μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο στην Ελλάδα. Είχε προηγηθεί η ναυπήγηση του «Κεφαλληνία» της οικογένειας Στρίντζη το 1966, το οποίο είχε χωρητικότητα 2.000 dwt.
Η ναυπήγηση του «Έλλη» ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 1967. Η δρομολόγηση του πλοίου στις γραμμές των Κυκλάδων συνέβαλε στον εκσυγχρονισμό των ακτοπλοϊκών γραμμών της χώρας, καθώς δημιούργησε νέα δεδομένα για τη μεταφορά επιβατών, αλλά και οχημάτων και εμπορευμάτων, από και προς τις Κυκλάδες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Ναυτικών Χρονικών της 1ης Δεκεμβρίου 1969, το «Έλλη», με ταχύτητα 16 μιλίων, μετέφερε καθημερινά 12-15 έμφορτα φορτηγά ‒εκτός των ιδιωτικών αυτοκινήτων‒ προς νησιά όπως η Σύρος, η Πάρος και η Νάξος. Ταυτόχρονα, η προσέγγιση του «Έλλη» σε λιμένες όπου μέχρι πρότινος δεν μπορούσαν να «δέσουν» μεγαλύτερα πλοία, όπως αυτός της Σαντορίνης, χαρακτηρίστηκε από τα Ναυτικά Χρονικά της 15ης Δεκεμβρίου 1969 ως «γεγονός που διευκολύνει τα μέγιστα την επιβατική κίνησιν και την φορτοεκφόρτωσιν των εμπορευμάτων».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο συνδυασμός επιβατηγού-οχηματαγωγού απεδείχθη ο προσφορότερος για την ελληνική ακτοπλοΐα: το πλοίο δεν αρκούνταν μόνο στην παραλαβή επιβατών, αλλά επιπλέον κάλυπτε τις δαπάνες κίνησής του μέσω των φορτηγών που μετέφερε. Έτσι, η λιγότερο τουριστική χειμερινή περίοδος δεν αποδεικνυόταν ζημιογόνος.
Επρόκειτο για ένα σημαντικό βήμα προς μια νέα εποχή για τις ελληνικές ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες. Η ανάδειξη της χρησιμότητας και της πρακτικότητας του επιβατηγού-οχηματαγωγού σήμανε ότι η πλειοψηφία των νεοεισερχόμενων πλοίων στον κλάδο θα ανήκαν σε αυτόν τον τύπο.
Την ίδια στιγμή, η κατασκευή του «Έλλη» από ελληνικά χέρια σε ναυπηγεία του Περάματος είναι ενδεικτική όχι μόνο της ανάπτυξης που συντελούνταν εκείνη την περίοδο στη ναυπηγοεπισκευαστική βιομηχανία της χώρας, αλλά και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών ναυπηγείων διεθνώς. Όπως ανέφεραν τα Ναυτικά Χρονικά στο τεύχος της 1ης Απριλίου 1967: «Το “Έλλη” του κ. Φραγκουδάκη αποτελεί το πλέον εύγλωττον δείγμα της εδώ επιτευχθείσης εις τον ναυπηγικόν τομέα αναπτύξεως κατά τα τελευταία έτη».
Μπορείτε να διαβάσετε ένα από τα αφιερώματα των Ναυτικών Χρονικών στο «Έλλη» εδώ.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.
Πηγή: Ναυτικά Χρονικά