Η λέξη «νηογνώμονας» προέρχεται από τις λέξεις «ναυς» (πλοίο) και «γνώμων», και σημαίνει αυτός που γνωρίζει και ελέγχει πλοία. Η ανάγκη ελέγχου της αξιοπλοΐας, της ασφάλειας των πλοίων καθώς και της διαρκώς εξελισσόμενης τεχνολογίας κατέστησαν αναγκαία τη δημιουργία ειδικών οργανισμών, που ονομάστηκαν νηογνώμονες, οι οποίοι ανά τα έτη προώθησαν τη συνεπή εφαρμογή προδιαγραφών και κανονισμών ναυπήγησης και συντήρησης των πλοίων, απαραίτητων για την ασφαλή πλεύση τους.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, περί το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, έμποροι, πλοιοκτήτες και καπετάνιοι σύχναζαν στο καφενείο του Έντουαρντ Λόιντ στο Λονδίνο, με σκοπό την επίτευξη εμπορικών συμφωνιών. Ανάμεσά τους όμως βρίσκονταν και ασφαλιστές, οι οποίοι προσέφεραν κάλυψη αυτών των ταξιδιών απέναντι σε κινδύνους και σχετική αποζημίωση των εμπλεκόμενων μερών, έναντι αμοιβής. Καθώς δεν άργησε να γίνει αντιληπτό ότι οι ασφαλιστές χρειάζονταν επίγνωση της κατάστασης των πλοίων προς ασφάλιση, το 1760 ιδρύθηκε η πρώτη εταιρεία κατάταξης κλάσης ‒η οποία μεταγενέστερα ονομάστηκε Lloyd’s Register‒ με στόχο τη δημοσίευση ενός ετήσιου μητρώου πλοίων. Ήταν μια προσπάθεια ταξινόμησης των πλοίων ετησίως, με βάση την κατάστασή τους. Η κατάσταση της γάστρας αξιολογούνταν με τα σύμβολα A, E, I, O, U, ενώ του εξοπλισμού με τα G, M, B, τα οποία αργότερα αντικαταστάθηκαν με τα 1, 2, 3, σχηματίζοντας τον γνωστό συμβολισμό «Α1», που σημαίνει «πρώτη ή ανώτατη κλάση».
Με την πάροδο των δεκαετιών, η ταξινόμηση των πλοίων με βάση την κατάστασή τους θα εγκαταλειπόταν και έκτοτε ένα πλοίο είτε θα ήταν «εντός κλάσης» όταν θα συμμορφωνόταν με τους κανονισμούς του εκάστοτε νηογνώμονα, είτε «εκτός» όταν δεν θα συμμορφωνόταν. Μια πρακτική που τηρείται μέχρι σήμερα από όλους τους νηογνώμονες, μηδενός εξαιρουμένου. Καθένας από αυτούς έχει αναπτύξει μια σειρά διακριτικών, που μπορούν να προσδοθούν σε ένα πλοίο, υποδεικνύοντας ότι αυτό συμμορφώνεται με ορισμένα πρόσθετα κριτήρια, όπως για παράδειγμα όταν έχει τη δυνατότητα να πλεύσει σε ύδατα με πάγο.
Εάν θελήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι νηογνώμονας είναι ένας ναυτιλιακός, μη κυβερνητικός αλλά αναγνωρισμένος από το κράτος, τεχνικός οργανισμός, που καταρτίζει κανονισμούς ασφαλείας, τόσο επί της ναυπήγησης πλοίων και υπεράκτιων κατασκευών όσο και του εξοπλισμού αυτών, κατατάσσοντάς τα σε κλάση. Με ειδικούς επιθεωρητές τα πλοία παρακολουθούνται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, ξεκινώντας από την κατασκευή τους, και εφόσον αυτά εναρμονίζονται με τους κανονισμούς του νηογνώμονα, τους απονέμεται η κλάση και το αντίστοιχο πιστοποιητικό (Class Certificate). Οι σχέσεις νηογνώμονα-πλοίου ωστόσο δεν ολοκληρώνονται εκεί, αφού η διατήρηση της κλάσης του πλοίου θεωρείται εξίσου σημαντική με την απονομή της. Έτσι, διενεργούνται τακτικές επιθεωρήσεις ανά ένα, δυόμισι και πέντε έτη σε μέρη του πλοίου όπως η γάστρα, οι μηχανές, τα μηχανήματα, η έλικα κ.α., καθώς και έκτακτες επιθεωρήσεις σε περιπτώσεις ατυχημάτων, ζημιών, μετασκευών, πώλησης κ.λπ.
Παράλληλα, καθώς, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η αξιοπλοΐα ενός πλοίου είναι ευθύνη του κράτους του οποίου φέρει τη σημαία, πολλά κράτη τα οποία δεν είναι σε θέση να διενεργούν επαρκείς και τακτικές επιθεωρήσεις έχουν μεταβιβάσει αυτή την ευθύνη στους νηογνώμονες, ώστε να εξασφαλίζεται ότι τα πλοία που φέρουν τη σημαία του εκάστοτε κράτους ικανοποιούν τα απαιτούμενα πρότυπα ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος, όπως αυτά εκτίθενται σε διεθνείς συμβάσεις. Συνεπώς, επιπλέον του πιστοποιητικού κλάσης, οι νηογνώμονες εκδίδουν κι άλλα πιστοποιητικά, εκ μέρους της σημαίας, όπως αυτό της καταμέτρησης χωρητικότητας, της γραμμής φόρτωσης, της ασφάλειας φορτο-εκφορτωτικών μέσων, της ασφαλούς διαχείρισης, της αποτροπής ατμοσφαιρικής και θαλάσσιας ρύπανσης, και πολλά ακόμα, τα οποία κρίνονται απαραίτητα για τη ναύλωση, την ασφάλιση και την πώληση ενός πλοίου. Στο σημείο αυτό, κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί ότι δεν πρέπει να συγχέονται οι επιθεωρήσεις των νηογνωμόνων με τους ελέγχους που εκτελούνται από τα λιμεναρχεία (Port State Control ‒ PSC). Οι επιθεωρήσεις αποσκοπούν στη διασφάλιση της αξιοπλοΐας του πλοίου, ενώ ο στόχος των λιμενικών ελέγχων είναι η βεβαίωση ότι τα πιστοποιητικά του πλοίου είναι σε ισχύ και ότι η κατάσταση που επικρατεί στο πλοίο ανταποκρίνεται σε αυτά, και η επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε αντίθετη περίπτωση.
Οι νηογνώμονες κατά κύριο λόγο απασχολούν μηχανολόγους ναυπηγούς, μηχανολόγους μηχανικούς, ηλεκτρολόγους μηχανικούς, μηχανικούς υλικών και μηχανικούς σωληνώσεων, εδρεύοντας σε γραφεία στα περισσότερα λιμάνια του παγκόσμιου ναυτιλιακού χάρτη, με τις δραστηριότητές τους να εκτείνονται σχεδόν σε όλο τον κόσμο. H ταξινόμηση των πλοίων ήταν και συνεχίζει να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των νηογνωμόνων, με πρωταρχικό στόχο να παραμένει η ανάπτυξη των σχετικών κανονισμών και η διασφάλιση ότι τα πλοία συντηρούνται και λειτουργούν με τέτοιο τρόπο ώστε να ελαχιστοποιούνται οι κίνδυνοι για τη ζωή, το περιβάλλον και την ιδιοκτησία.
Την παρούσα στιγμή, περισσότεροι από 50 οργανισμοί σε όλο τον κόσμο περιγράφουν τις δραστηριότητές τους ως εκείνες των νηογνωμόνων, ενώ οι έντεκα μεγαλύτεροι εξ αυτών, οι οποίοι αποτελούν και τη Διεθνή Ένωση Νηογνωμόνων (International Association of Classification Societies ‒ΙACS), παρακολουθούν περί το 60% του παγκόσμιου στόλου ή, αλλιώς, περίπου το 90% του παγκόσμιου διακινούμενου φορτίου από τον εμπορικό στόλο, διενεργώντας περισσότερες από 500.000 επιθεωρήσεις τον χρόνο. Με αλφαβητική σειρά, αυτοί είναι: American Bureau of Shipping (ABS), Bureau Veritas (BV), China Classification Society (CCS), Croatian Register of Shipping (CRS), DNV, Indian Register of Shipping (IRS), Korean Register (KR), Lloyd’s Register (LR), Nippon Kaiji Kyokai (NK), Polish Register of Shipping (PRS), RINA Services S.p.A. (RINA).
Αφορμή για την ίδρυση του IACS στάθηκε η Διεθνής Σύμβαση Γραμμής Φορτώσεως (ILLC) του 1930, η οποία συνιστούσε συνεργασία μεταξύ των νηογνωμόνων για τη διασφάλιση όσο το δυνατόν μεγαλύτερης ομοιομορφίας στην εφαρμογή των προτύπων αντοχής στα οποία βασίζεται ο καθορισμός του ύψους εξάλων. Ακολούθως, ο ιταλικός νηογνώμονας RINA φιλοξένησε το πρώτο συνέδριο μεταξύ των μεγάλων νηογνωμόνων στη Ρώμη, το 1939, ενώ σε ένα δεύτερο συνέδριο το 1955 δρομολογήθηκε η ίδρυση της Ένωσης. Η ίδρυσή της έλαβε χώρα το 1968 στο Αμβούργο της Γερμανίας, με πρωταρχικό στόχο να αναπτύξει, να προωθήσει και να καθιερώσει τις ελάχιστες απαιτούμενες τεχνικές προδιαγραφές αναφορικά με τον σχεδιασμό, την κατασκευή, τη συντήρηση και την επιθεώρηση πλοίων και άλλων θαλάσσιων κατασκευών, και παράλληλα να βοηθήσει τους διεθνείς ρυθμιστικούς φορείς και τους οργανισμούς τυποποίησης να αναπτύξουν, να εφαρμόσουν νομοθετικούς κανονισμούς και βιομηχανικά πρότυπα στον σχεδιασμό, στην κατασκευή και στη συντήρηση πλοίων με σκοπό τη βελτίωση της ασφάλειας στη θάλασσα και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης. Αργότερα, η έδρα του IACS μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα, ενώ οι εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις και εμπειρίες του αναγνωρίστηκαν άμεσα, με αποτέλεσμα ήδη από το 1969 να έχει αποκτήσει συμβουλευτικό ρόλο για τον IMO. Κάθε νηογνώμονας-μέλος του IACS οφείλει να είναι αφοσιωμένος στη διασφάλιση επαγγελματικής ακεραιότητας και στη διατήρηση υψηλών επαγγελματικών προτύπων, μέσω αρχικού και περιοδικού ελέγχου της συμμόρφωσης με τα κριτήρια για τα μέλη, καθώς και μέσω της αποτελεσματικής εφαρμογής των εσωτερικών συστημάτων διαχείρισης ποιότητας, τα οποία επαληθεύονται από ανεξάρτητους Διαπιστευμένους Φορείς Πιστοποίησης.
Σχετικά με τον αρθρογράφο
Ο Νικόλας Δαρεμάς είναι Μηχανολόγος στο Τεχνικό Τμήμα, του ιταλικού νηογνώμονα RINA, στην Ελλάδα. Μετράει 4 χρόνια επαγγελματικής εμπειρίας στον κλάδο της Ναυτιλίας, σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στον τομέα των νηογνωμόνων. Εντάχθηκε στον RINA τον Δεκέμβριο του 2020, ενώ από τον Απρίλιο του 2022 αποτελεί μέλος του Τεχνικού Τμήματος, εστιάζοντας κυρίως στις νέες τεχνολογίες, την έρευνα και την αξιολόγηση τεχνολογικών καινοτομιών, με στόχο την διαμόρφωση των πλοίων επόμενης γενιάς και την απανθρακοποίηση της Ναυτιλίας.
Ο Νικόλας Δαρεμάς είναι απόφοιτος του τμήματος Ναυπηγών Μηχανικών του Α.Τ.Ε.Ι. Αθήνας και κάτοχος μεταπτυχιακού Ναυτικής Μηχανολογίας από το πανεπιστήμιο του Newcastle Αγγλίας. Κατά τα ακαδημαϊκά έτη, επικεντρώθηκε κυρίως γύρω από τους Αυτοματισμούς Πλοίων και τις νέες τεχνολογίες, όπως οι Κυψέλες Καυσίμου. Το 2017, η πτυχιακή του εργασία, με τίτλο “Αυτοματοποιημένος έλεγχος στροφών κινητήρα Diesel, μέσω ελεγκτή P.I.D.”, βραβεύτηκε ως η καλύτερη του ιδρύματος, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017.