Στο τεύχος της 1ης Απριλίου 1947, τα Ναυτικά Χρονικά δημοσίευσαν ένα αφιέρωμα για την παραλαβή του επιβατηγού «Cyrenia» από μια ομάδα 21 «ατρόμητων» Ελλήνων ναυτικών, οι οποίοι ταξίδεψαν με το πλοίο από το Ουέλινγκτον της Νέας Ζηλανδίας μέχρι τον Πειραιά.
Το «Cyrenia» ήταν επιβατηγό πλοίο που είχε κατασκευαστεί στα ναυπηγεία Fairfield Shipbuilding and Engineering Company της Γλασκώβης το 1911, ως «TSS Maunganui», για την Union Steamship Company of New Zealand. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αξιοποιήθηκε ως μεταγωγικό πλοίο, ενώ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκε ως πλωτό νοσοκομείο. Το «Manganui» διέθετε χωρητικότητα 7.527 τόνων gross και χρησιμοποιούσε δύο μηχανές πετρελαίου για την πρόωσή του.
Σύμφωνα με τα Ναυτικά Χρονικά της 1ης Ιανουαρίου 1947, το «Maunganui» αγοράστηκε «παρ’ Ελλήνων» και μετονομάστηκε σε «Cyrenia», χωρίς ωστόσο να γίνεται άμεσα γνωστός ο αγοραστής του πλοίου. Η εταιρεία διαχείρισης του πλοίου ήταν η Cia Naviera del Atlantico. Σε επόμενα τεύχη του περιοδικού αναφέρεται ότι το «Cyrenia» τελούσε υπό τη διαχείριση των Ελληνικών Μεσογειακών Γραμμών (ΕΛΜΕΣ).
Καθώς η πλοιοκτήτρια εταιρεία επιθυμούσε να φέρει το πλοίο στα ελληνικά ύδατα, ώστε να προλάβει να δρομολογηθεί εντός της άνοιξης του 1947 στη γραμμή Αλεξάνδρειας-Πειραιά-Μασσαλίας, προχώρησε σε στοχευμένες κινήσεις για την άφιξή του στον Πειραιά. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να μεταφέρει με αμεσότητα και ταχύτητα το ελληνικό πλήρωμα που θα παραλάμβανε το νεοαποκτηθέν πλοίο, η ΕΛΜΕΣ προχώρησε σε ναύλωση αεροσκάφους τύπου York, το οποίο εκτελούσε αεροπορική συγκοινωνία μεταξύ Αγγλίας και Νοτίου Αμερικής.
Το ναυλωθέν αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Χασανίου (Ελληνικό) στις 29 Ιανουαρίου 1947. Στις 20:30 της ίδιας ημέρας, το αεροσκάφος, αφού παρέλαβε τους 21 Έλληνες ναυτικούς, απογειώθηκε με κατεύθυνση τη Νέα Ζηλανδία, επιχειρώντας ένα εξαιρετικά μακρύ αεροπορικό ταξίδι.
Το αεροπλάνο κάλυψε την απόσταση Χασανίου-Ουέλινγκτον εντός 56 ωρών, έχοντας προσγειωθεί για ανεφοδιασμό σε Παλαιστίνη, Ιράν, Καράτσι, Καλκούτα, Σιγκαπούρη, Ντάρουιν και Σίδνεϊ. Στις 2 Φεβρουαρίου έφτασε στο αεροδρόμιο του Πάλμεστον στη Νέα Ζηλανδία, το οποίο απείχε τρεις ώρες από το Ουέλινγκτον. Στην πρωτεύουσα της Νέας Ζηλανδίας, οι 21 ναυτικοί γνώρισαν θερμή υποδοχή από την ελληνική παροικία της πόλης. Αφού παρέλαβαν επισήμως το «Cyrenia», προετοίμασαν το πλοίο για το ταξίδι του προς την Ελλάδα: στις 12 Φεβρουαρίου 1947, το «Cyrenia», με Έλληνες αξιωματικούς και πλήρωμα, σήκωσε τις άγκυρές του και αναχώρησε για τον Πειραιά.
Παρά το ολιγάριθμο του πληρώματος, το ταξίδι ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Μάλιστα, μόλις τη δεύτερη μέρα του ταξιδιού, το πλοίο συνάντησε «βίαιο κυκλώνα» κοντά στις ακτές της Αυστραλίας, αλλά με «ζηλευτήν ακρίβειαν» το «Cyrenia» διατήρησε την πορεία του χωρίς να κινδυνέψει.
Ταξιδεύοντας με 12,5 μίλια ανά ώρα, το «καλοθάλασσο και ευσταθές “Κυρήνεια”» έφτασε στο Κολόμπο της Σρι Λάνκα στις 6 Μαρτίου. Μέχρι εκείνο το σημείο, οι μηχανικοί του πλοίου είχαν θέσει σε λειτουργία μόνο δύο από τους λέβητες του πλοίου, ενώ στη συνέχεια ετέθη σε λειτουργία και ο τρίτος, συντελώντας ώστε το πλοίο να ταξιδέψει με μέση ταχύτητα τα 15 μίλια ανά ώρα. Μετά τον ανεφοδιασμό του στο Κολόμπο με υγρά καύσιμα, το πλοίο απέπλευσε την επομένη για το Σουέζ, όπου και έφτασε στις 16 Μαρτίου. Τα μεσάνυκτα της 17ης Μαρτίου απέπλευσε για το Πορτ Σάιντ και κατέπλευσε στον Πειραιά το πρωί της 20ής Μαρτίου 1947.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του περιοδικού, το «Cyrenia» συνάντησε ελληνόκτητα ποντοπόρα πλοία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τον Πειραιά, με ειδική αναφορά να γίνεται στη «διασταύρωση» του πλοίου με το φορτηγό «Μαργαρίτα Χανδρή» στο Κολόμπο.
Με την άφιξή του στον Πειραιά, η πλοιοκτήτρια εταιρεία ξεκίνησε εντατικές μετασκευές και βελτιώσεις στο «Cyrenia», προκειμένου το πλοίο να δρομολογηθεί στα μεσογειακά ύδατα τον Μάιο του 1947.
Σε νεότερο ρεπορτάζ των Ναυτικών Χρονικών, στο τεύχος της 1ης Ιουνίου 1947, το περιοδικό δημοσίευσε φωτογραφία του μετασκευασμένου πλέον «Cyrenia». Σύμφωνα με τα Ναυτικά Χρονικά, το «πολυτελές τούτο σκάφος των Μεσογειακών μας γραμμών» απέπλευσε από τον Πειραιά στις 22 Μαΐου 1947 για την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, ενώ στις 31 Μαΐου απέπλευσε από τον Πειραιά για Γένοβα και Μασσαλία. Κατά την πρώτη περίοδο διαχείρισης του πλοίου από την ΕΛΜΕΣ, το «Cyrenia» θα έκανε «μεσογειακά» ταξίδια. Ωστόσο, από τα τέλη της δεκαετίας του 1940 και έπειτα, δρομολογήθηκε στη γραμμή Αυστραλίας, αποτελώντας για πολλά χρόνια ένα από τα βασικά μέσα για τη μετανάστευση Ελλήνων προς την Αυστραλία. Ξεκινώντας τα ταξίδια του από τη Γένοβα και τον Πειραιά, μετέφερε χιλιάδες Έλληνες και Ιταλούς μετανάστες, οι οποίοι προσδοκούσαν ένα καλύτερο μέλλον σε μια νέα ήπειρο. Το 1949 αγοράστηκε από την ΕΛΜΕΣ και ύψωσε την ελληνική σημαία.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το «Cyrenia» έχει μείνει γνωστό ως ένα από τα ιστορικότερα πλοία της ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας, ως ένα από τα «πλοία της μετανάστευσης». Ωστόσο, το συγκεκριμένο πλοίο έχει μείνει γνωστό στη συλλογική μνήμη της ελληνικής ναυτιλίας για ακόμα έναν λόγο: κατά τη διάρκεια της δρομολόγησης του πλοίου στη γραμμή Αυστραλίας, μέλος του πληρώματος ως ασυρματιστής υπήρξε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας, ο οποίος μάλιστα απαθανάτισε το «Cyrenia» στο ποίημά του «7 νάνοι στο S/S Cyrenia».
Παρακάτω καταγράφονται τα μέλη του πρώτου πληρώματος του «Cyrenia», όπως αναφέρονται στα Ναυτικά Χρονικά:
Πλοίαρχος: Χαρ. Δάνδουρας
Ύπαρχος: Στ. Κουτρουμπάς
Γ’ πλοίαρχος: Μαρκ. Μαθορίκος
Α’ μηχανικός: Λ. Καρράς
Β’ μηχανικός: Κ. Αποστολόπουλος
Γ’ μηχανικός: Μιχ. Χατζηχρυσοστόμου
Ασυρματιστής: Ανδρ. Πλυτάς
Ναύκληρος: Ε. Θεοτοκάτος
Ναύτες: Κράτσης, Μπολέτσης, Κατρακάζης και Κρητικός
Αρχιθερμαστής: Θωμάς
Λιπαντές: Χασούρης, Βιώνης, Σέρβος, Πασσάς και Μηλιαρέσης
Θαλαμηπόλος: Φίτσιαλος
Μάγειρας: Λεκατσάς
Τροφοδότης: Ανώνυμος
Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στην παραλαβή του «Cyrenia» εδώ.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.