Στο τεύχος της 1ης Δεκεμβρίου 1934 των Ναυτικών Χρονικών παρουσιάστηκε το περιπετειώδες ταξίδι του ελληνικού φορτηγού «Όρος Κύνθος», που έλαβε χώρα από τον Μάρτιο μέχρι και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Το πλοίο τελούσε υπό τη διαχείριση της Rethymnis & Kulukundis, διέθετε χωρητικότητα 8.300 dwt και έφερε το όνομα μιας κορυφής της Δήλου.
Το περιοδικό, θέλοντας να μεταφέρει στους αναγνώστες του ένα εμπορικό ταξίδι που έφερε την ελληνική σημαία στις «εσχατιές της Γης», κατέγραψε με κάθε λεπτομέρεια το τολμηρό εγχείρημα του ελληνικού φορτηγού.
Στα τέλη Μαρτίου του 1934, το «Όρος Κύνθος», αφού πρώτα εκφόρτωσε γαιάνθρακα που είχε μεταφέρει από την Gdynia της Πολωνίας, απέπλευσε από τον Πειραιά με κατεύθυνση το Νικολάιεφ, όπου φόρτωσε 4.000 τόνους βρόμης, και την Οδησσό, όπου φόρτωσε 4.000 τόνους διαφόρων εμπορευμάτων. Από την Οδησσό, το ελληνικό φορτηγό απέπλευσε στις 26 Απριλίου, με τελικό προορισμό την πόλη Nagaevo της Σιβηρίας, στο ακριβώς αντίθετο άκρο της ρωσικής επικράτειας.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά από το περιοδικό, το συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο αποτελεί τον «προθάλαμον της Χώρας των Αιωνίων Πάγων», στο οποίο για πρώτη φορά έφτασε η ελληνική σημαία χάρη στην τολμηρή διαδρομή του «Όρος Κύνθος».
Το ελληνικό φορτηγό πέρασε από τη Διώρυγα του Σουέζ, την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό, και έφτασε στη Σιγκαπούρη στις 18 Ιουνίου 1934. Εκεί, αφού ανεφοδιάστηκε, αναχώρησε αυθημερόν για το Keelung της Φορμόζας και στη συνέχεια έβαλε πλώρη για τον ιαπωνικό λιμένα του Otaru.
Συνεχίζοντας την πορεία του, στις 5 Ιουλίου 1934 αναχώρησε για τη θάλασσα του Οχότσκ, περνώντας από τη νήσο Σαχαλίνη, όπου βρισκόταν «ο τελευταίος φάρος της Γης», προσεγγίζοντας τελικώς στις 11 Ιουλίου τον τελικό προορισμό του Nagaevo. Μέχρι εκείνο το σημείο, το «Όρος Κύνθος» είχε ταξιδέψει 11.778 μίλια εντός 53 ημερών. Μάλιστα, παρά τις έντονες εναλλαγές της θερμοκρασίας και την αντιμετώπιση όλων των ειδών των κλιμάτων καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, το πλήρωμα παρέμεινε υγιές.
Η εκφόρτωση του φορτίου στον ρωσικό λιμένα πραγματοποιούνταν νυχθημερόν και ολοκληρώθηκε στις 20 Ιουλίου 1934. Την επόμενη μέρα αναφέρεται ότι το «Όρος Κύνθος» αναχώρησε για τα δυτικά παράλια της Αυστραλίας για τη φόρτωση σιτηρών με προορισμό την Ευρώπη.
Το ελληνικό φορτηγό προσέγγισε εκ νέου το Otaru για ανεφοδιασμό κάρβουνου και έπειτα διήλθε από το ιστορικό στενό της Τσουσίμα, όπου είχε λάβει χώρα η ομώνυμη ναυμαχία μεταξύ του ρωσικού και του ιαπωνικού πολεμικού στόλου. Στις 29 Ιουλίου, εισήλθε στον Ειρηνικό Ωκεανό με πορεία προς τον νότο.
Σε εκείνο το σημείο του ταξιδιού, το ελληνικό πλήρωμα αντιμετώπισε τις δραματικές συνέπειες ενός σφοδρού τυφώνα. Η σφοδρότητα των ανέμων αυξανόταν διαρκώς, οι ριπές θερμού αέρα και οι καταρρακτώδεις νεροποντές εναλλάσσονταν, ενώ τα άγρια κύματα χτυπούσαν το πλοίο σε όλες του τις πλευρές. Παρά τις δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες, το «Όρος Κύνθος» διέπλευσε εκτός της κεντρικής τροχιάς του τυφώνα, αποφεύγοντας τον άμεσο κίνδυνο βύθισής του.
Σε αυτό το σημείο της περιγραφής που δημοσίευσαν τα Ναυτικά Χρονικά, ο αρθρογράφος ένιωσε την ανάγκη να περιγράψει όχι μόνο το φαινόμενο των τυφώνων «για χάρη των μη ναυτικών αναγνωστών», αλλά και τη συμβολή των παράκτιων σταθμών ασυρμάτου για την αποφυγή τους. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει ότι ενδεχομένως να μην ήταν ευρέως γνωστά εκείνη την εποχή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τα ακραία αυτά καιρικά φαινόμενα, συνήθη στον Ειρηνικό Ωκεανό.
Παρά την αποφυγή του αρχικού αυτού κινδύνου, το «Όρος Κύνθος» και το πλήρωμά του κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες και στη συνέχεια του ταξιδιού τους.
Το πρωί της 3ης Αυγούστου 1934, και καθώς το πλοίο έπλεε στα ανοιχτά των νήσων Landrone, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Τόκιο, της Σαγκάης, του Χονγκ Κονγκ και της Μανίλας εξέπεμψαν σήμα, αναγγέλλοντας τον σχηματισμό δύο τυφώνων σε κοντινή απόσταση από το ελληνικό φορτηγό.
Ο ασυρματιστής του «Όρος Κύνθος», Ιωάννης Μαρκουλάκης, ενημέρωσε τον πλοίαρχο Ιωάννη Πατέρα, ο οποίος συνειδητοποίησε ότι, αν το πλοίο συνέχιζε την πορεία του, θα διερχόταν και από τους δύο τυφώνες, οι οποίοι είχαν απόσταση μεταξύ τους 500.000 χλμ. και περιστροφική ταχύτητα 120 χλμ./ώρα. Θέλοντας να προστατεύσει το πλοίο και το πλήρωμα από τον κίνδυνο, αποφάσισε να κατευθυνθεί πρόσω ολοταχώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες του πλοιάρχου και του πληρώματος, δεν κατάφεραν να αποφύγουν τον έναν από τους δύο τυφώνες, ευρισκόμενοι μοιραίως στο εσωτερικό του.
Η αγωνιώδης πάλη που ακολούθησε με τα κύματα και τον άνεμο διήρκεσε 48 συνεχόμενες ώρες. Κατά τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας, ο ασυρματιστής του πλοίου παρέμενε συνεχώς στη θέση του, λαμβάνοντας τα νεότερα μετεωρολογικά δελτία από τη στεριά. Οι αξιωματικοί του πλοίου παρατηρούσαν συνεχώς το βαρόμετρο, το οποίο «ήρχισεν να ανέρχεται» το πρωί της 7ης Αυγούστου, γεγονός που ανακούφισε το πλήρωμα του «Όρος Κύνθος». Το πλοίο, σώο και αβλαβές, συνέχισε την πορεία του προς τον νότο, έχοντας υποστεί εκτροπή εκ της πορείας του τριών ημερών. Στις 25 Αυγούστου 1934 προσέγγισε τον αυστραλέζικο λιμένα του Φρίμαντλ, γεγονός που σήμανε την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης του ταξιδιού επιστροφής.
Στο σημείο αυτό, ο αρθρογράφος αναφέρει την ανθούσα ελληνική παροικία του Φρίμαντλ, όπου υπήρχε εκκλησία, σχολείο καθώς και σημαντικός αριθμός ελληνικών επιχειρήσεων. Το «Όρος Κύνθος» υποδέχτηκαν πολλοί ξενιτεμένοι Έλληνες με λευκά μαντίλια, χαιρετίζοντας «ένα κομμάτι της Πατρίδας τους».
Έχοντας φορτωθεί σιτάρι και βάζοντας πλώρη για τη Νότια Αφρική, το «Όρος Κύνθος» συνέχισε το ταξίδι επιστροφής στην Ελλάδα, διαπλέοντας τον Ινδικό Ωκεανό και προσεγγίζοντας το Durban της Νότιας Αφρικής στις 23 Σεπτεμβρίου για «ανθράκευσιν». Αποπλέοντας από εκεί και διατηρώντας πορεία για το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδος, μια νέα δραματική περιπέτεια θα εμφανιζόταν, καθώς επικράτησε βιαιότατη τρικυμία. Για ακόμα μία φορά το ελληνικό φορτηγό βρέθηκε στη δίνη της θαλασσοταραχής για δύο μερόνυχτα, με αποκορύφωμα την 26η Σεπτεμβρίου, όταν και προκλήθηκαν ζημιές στα καταστρώματα του πλοίου.
Παρά τις αντιξοότητες, το «Όρος Κύνθος» συνέχισε την πορεία του και εισήλθε στον Ατλαντικό Ωκεανό στις 28 Σεπτεμβρίου, διατηρώντας πορεία προς Βορρά και καταπλέοντας στις 22 Οκτωβρίου στο λιμάνι του Λας Πάλμας. Λίγες ημέρες αργότερα πέρασε από το Γιβραλτάρ, εισερχόμενο στη Μεσόγειο, και στις 4 Νοεμβρίου 1934 κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια, όπου και εκφόρτωσε τα σιτηρά που μετέφερε. Από εκεί προσέγγισε το λιμάνι του Πειραιά κενό, προκειμένου να επιχειρήσει, μετά την πάροδο ορισμένων ημερών, να φορτωθεί ρωσικά γεννήματα.
Κατά την ολοκλήρωση του μακρού και επικίνδυνου ταξιδιού του, το «Όρος Κύνθος» ταξίδεψε 31.120 μίλια σε 156 ημέρες. Η προσήλωση και η πειθαρχία του πληρώματος καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού, και ιδιαίτερα κατά τις επικίνδυνες στιγμές του, χαρακτηρίστηκε ως υποδειγματική.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το κείμενο που δημοσίευσαν τα Ναυτικά Χρονικά της εποχής υπογράφεται από τον «Δ.Π.», μέλος του πληρώματος του «Mount Kynthos», ο οποίος και συνέγραψε το κείμενο τον Νοέμβριο του 1934.
Η παρουσίαση του τολμηρού αυτού ταξιδιού των 156 ημερών από τα Ναυτικά Χρονικά αποτελεί ένα ξεχωριστό στιγμιότυπο από μια εποχή κατά την οποία τα ελληνικά πλοία πραγματοποιούσαν μακρά ταξίδια, ενίοτε για πρώτη φορά. Το αφιέρωμα του περιοδικού αναδεικνύει ταυτόχρονα πως, παρότι οι κίνδυνοι της ναυσιπλοΐας ήταν σαφώς μεγάλοι, η υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, όπως ήταν ο ασύρματος, μπορούσαν να συμβάλουν τα μέγιστα προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ακραία καιρικά φαινόμενα.
Η περιγραφή της ελληνικής σημαίας να κυματίζει στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου μαγνήτιζε το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού της εποχής και συνιστούσε για το έτος 1934 «απόδειξιν του κοσμοπολίτικου χαρακτήρος της ναυτιλίας μας», αλλά και ένδειξη της «εκτάσεως που έχει προσλάβει σήμερα η ναυτιλιακή μας δραστηριότης».
Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στο περιπετειώδες ταξίδι του «Όρος Κύνθος» εδώ.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.
Πηγή: Ναυτικά Χρονικά