Υπερωκεάνια εναντίον Boeing 747: «Το τέλος μιας εποχής»

0

Στο τεύχος της 1ης Ιανουαρίου 1970, τα Ναυτικά Χρονικά, σε στήλη με τίτλο «Το τέλος μιας εποχής», κατέγραψαν τις συνέπειες της ανοδικής πορείας των αερομεταφορών μεταξύ Ευρώπης και Βορείου Αμερικής, σε ό,τι αφορά την επιβατηγό υπερωκεάνιο ναυτιλία. Το περιοδικό, παρουσιάζοντας την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει τα σημαντικότερα πλοία της αμερικανικής υπερωκεανίου ναυτιλίας, κατέστησε σαφές στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό ότι οι «χρυσές ημέρες» των ocean liners ανήκαν στο παρελθόν.

Αφορμή για την παρουσίαση του εν λόγω θέματος αποτέλεσε η μόνιμη παρουσία έξι αμερικανικών υπερωκεανίων στις προβλήτες των λιμένων της Βαλτιμόρης, του Νιούπορτ Νιουζ και του Τζάκσονβιλ. Στους αμερικανικούς αυτούς λιμένες βρίσκονταν παροπλισμένα στο σύνολό τους τα σημαντικότερα υπερωκεάνια της αμερικανικής ναυτιλίας. Πιο συγκεκριμένα, το «Unites States» της εταιρείας UnitedStates Lines, τα «Brazil» και «Argentina» της εταιρείας Moore-McCormack Lines, τα «Independence», «Constitution» και «Atlantic» της American Export Lines.

Η συγκεκριμένη κατάσταση αποτέλεσε χλωμό απόηχο παλαιότερων ετών, κατά τα οποία τα υπερωκεάνια καταλάμβαναν τη μερίδα του λέοντος σε ό,τι αφορά την προτίμηση του επιβατικού κοινού.

Ως χρονικό σημείο σύγκρισης τα Ναυτικά Χρονικά ανέφεραν το 1952, έτος κατά το οποίο το «United States», εμφανιζόμενο για πρώτη φορά στον «στίβον του Ατλαντικού», είχε κατακτήσει τον «κυανούν επισείοντα». Ο κυανούς επισείων, ή Blue Riband όπως αποκαλείτο στα αγγλικά, αποτελούσε μια ανεπίσημη διάκριση, η οποία απονεμόταν στο υπερωκεάνιο το οποίο κατά τα τακτικά του δρομολόγια μεταξύ της Γηραιάς Ηπείρου και της Βορείου Αμερικής κατέγραφε την υψηλότερη μέση ταχύτητα. Κατά τις παλαιότερες δεκαετίες, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, η κατάκτηση του Blue Riband αποτελούσε σύμβολο γοήτρου τόσο για την πλοιοκτήτρια εταιρεία όσο και για το κράτος στο νηολόγιο του οποίου ήταν νηολογημένο το υπερωκεάνιο.

Κατά το 1952, από τον συνολικό όγκο των επιβατών που επιθυμούσαν να ταξιδέψουν στον Ατλαντικό, μόλις το 15% ταξίδευε με αεροπλάνο. Μάλιστα, η συνολική διάρκεια των πτήσεων, με τα ελικοφόρα επιβατηγά αεροπλάνα, αναφέρεται ως ταξίδι 15 ωρών.

Η εκκίνηση των πτήσεων του επαναστατικού Boeing 747 το 1970, σήμανε το οριστικό τέλος της εποχής των υπερωκεανίων του Ατλαντικού.

Η εκκίνηση των πτήσεων του επαναστατικού Boeing 747 το 1970, σήμανε το οριστικό τέλος της εποχής των υπερωκεανίων του Ατλαντικού.

Κατά την περίοδο γραφής (1970), το σκηνικό καταγράφεται ως εντελώς ανεστραμμένο: Από τους 5.633.000 επιβάτες της γραμμής Βορείου Ατλαντικού, μόλις 375.000 χρησιμοποιούσαν τα υπερωκεάνια, αριθμός που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 7% της συνολικής επιβατικής κίνησης. Όλοι οι υπόλοιποι χρησιμοποιούσαν πλέον τα αεριωθούμενα αεροπλάνα, τα οποία πετούσαν πάνω από τον Ατλαντικό σε μόλις 6 ώρες. Είναι εμφανές ότι ο σχεδιασμός και η δρομολόγηση αεριωθούμενων αεροσκαφών για την εξυπηρέτηση της μεταφοράς επιβατών μεταξύ Ευρώπης και Βορείου Αμερικής, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ύστερα, αποτέλεσε μια επαναστατική εξέλιξη, με σημαντικές συνέπειες για την υπερωκεάνιο ναυτιλία.

Το φαινόμενο της δημοφιλίας των αεριωθούμενων αεροσκαφών προβλεπόταν ακόμα εντονότερο, με τα Ναυτικά Χρονικά να υπογραμμίζουν την επικείμενη δρομολόγηση του νέου «γιγαντιαίου» Boeing 747 ως προς αυτό. Η κατασκευή του Boeing 747 υπολογιζόταν ότι κόστιζε 23 εκατ. δολάρια, με δυνατότητα μεταφοράς 362 επιβατών. Συνεπακόλουθα, το κάθε αεροσκάφος αυτού του μοντέλου μπορούσε να μεταφέρει πάνω από τον Ατλαντικό 250.000 επιβάτες κάθε χρόνο. Ο αριθμός αυτός, σύμφωνα με τα Ναυτικά Χρονικά, ήταν τριπλάσιος από τους επιβάτες που μπορούσε να μεταφέρει κατ’ έτος το μεγαλύτερο από τα αμερικανικά υπερωκεάνια που αναφέρθηκαν παραπάνω.

«Αθήναι-Νέα Υόρκη άνευ σταθμού»: Διαφημιστική καταχώριση της Ολυμπιακής Αεροπορίας που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1η Οκτωβρίου 1973 των Ναυτικών Χρονικών.

«Αθήναι-Νέα Υόρκη άνευ σταθμού»: Διαφημιστική καταχώριση της Ολυμπιακής Αεροπορίας που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1η Οκτωβρίου 1973 των Ναυτικών Χρονικών.

Σε ό,τι αφορά την υπερωκεάνιο ναυτιλία και παρά τον παροπλισμό των αμερικανικών υπερωκεανίων, ο επιβάτης της εποχής είχε την επιλογή να διασχίσει τον Ατλαντικό μέσω των υπηρεσιών που πρόσφεραν υπερωκεάνια άλλων σημαιών. Ωστόσο, υπήρχαν ορισμένα μειονεκτήματα ως προς αυτή την επιλογή, καθώς την περίοδο του χειμώνα το κόστος των εισιτηρίων αυξανόταν, ενώ το ταξίδι μπορεί να επηρεαζόταν από τα έντονα καιρικά φαινόμενα στα νερά του Ατλαντικού. Ταυτόχρονα, υπήρχε συνολικά δυσκολία εξεύρεσης διαθέσιμων δρομολογίων, καθώς καταγραφόταν «ομαδική στροφή» των επιβατηγών υπερωκεανίων στον κλάδο της κρουαζιέρας.

Η εκκίνηση των πτήσεων του επαναστατικού Boeing 747 θα σήμαινε και το οριστικό τέλος της εποχής των υπερωκεανίων, τα οποία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 θα είχαν σχεδόν οριστικά εξαφανιστεί από τις διαδρομές του Ατλαντικού.

Η μελέτη του αφιερώματος των Ναυτικών Χρονικών αποκαλύπτει δεδομένα από μια εποχή-σταθμό τόσο για τον κλάδο των αερομεταφορών όσο και γι’ αυτόν των υπερωκεανίων του Ατλαντικού. Αφενός, η υιοθέτηση αεριωθούμενων αεροσκαφών δημιούργησε νέα δεδομένα για τις υπερατλαντικές μεταφορές επιβατών, υποβοηθώντας να ανατείλει η εποχή των jets. Αφετέρου, η σταδιακή καθοδική πορεία της υπερωκεανίου ναυτιλίας ‒ η οποία είχε γνωρίσει νέα άνθιση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνοντας στο απόγειό της στα μέσα της δεκαετίας του 1950‒ έφερε και το σχεδόν οριστικό τέλος της λίγες δεκαετίες αργότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στη σύγχρονη εποχή, το μοναδικό εν ενεργεία ocean liner είναι το RMS «Queen Mary 2».

Μπορείτε να διαβάσετε τη στήλη των Ναυτικών Χρονικών με τίτλο «Το τέλος μιας εποχής» εδώ.

Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.