«Montrealais» 1962: Το πρώτο «laker» του Οίκου Παπαχρηστίδη

0

Η διάνοιξη της διώρυγας του Αγίου Λαυρεντίου το 1959 αποτέλεσε ένα έργο που επέτρεψε τη ναυσιπλοΐα ποντοπόρων πλοίων από τον Ατλαντικό Ωκεανό εντός των Μεγάλων Λιμνών της Βορείου Αμερικής. Η εξέλιξη αυτή έμελλε να αλλάξει τις θαλάσσιες εμπορευματικές ροές σε όλη την περιοχή, οδηγώντας σε κατακόρυφη αύξηση μεταφοράς χύδην ξηρών φορτίων από τον Καναδά και τις Ηνωμένες Πολιτείες προς τους λιμένες κοντά στις εκβολές του ποταμού του Αγίου Λαυρεντίου. Το φαινόμενο θα οδηγούσε στη ναυπήγηση ενός νέου τύπου bulk carrier, ειδικά σχεδιασμένου για τη μεταφορά ξηρών φορτίων στις Μεγάλες Λίμνες της Βορείου Αμερικής. Τα εν λόγω bulk carriers θα έμεναν στην ιστορία ως lake freighters ή απλώς «lakers», με χαρακτηριστικότερο ίσως γνώρισμα την τοποθέτηση της (υπερυψωμένης) γέφυρας στην πλώρη του πλοίου.

Όπως ήταν αναμενόμενο, η προαναφερθείσα αλλαγή στις εμπορευματικές ροές αλλά και η μεγάλη ζήτηση που υπήρχε για τη μεταφορά φορτίων θα δημιουργούσαν αυξημένο ενδιαφέρον για επενδύσεις στη συγκεκριμένη αγορά. Την εν λόγω επενδυτική τάση ακολούθησε μεταξύ άλλων και ο Φρίξος Β. Παπαχρηστίδης, Έλληνας επιχειρηματίας με έδρα το Μόντρεαλ, ο οποίος είχε εισέλθει στο ναυτιλιακό επιχειρείν αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την αγορά πλοίων Liberty καναδικής ναυπήγησης. Παρότι μέχρι εκείνο το σημείο ο Φρίξος Β. Παπαχρηστίδης είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον του στη διαχείριση ποντοπόρων πλοίων, αποφάσισε να επενδύσει στη ναυπήγηση των νέων «lakers», τοποθετώντας μια αρχική παραγγελία για την κατασκευή τεσσάρων αδελφών πλοίων στα ναυπηγεία Canadian Vickers του Καναδά. Το συνολικό κόστος για την κατασκευή τους ανήλθε σε 29 εκατ. δολάρια.

Το πρώτο πλοίο της σειράς έμελλε να είναι το «Montrealais», το οποίο κατασκευάστηκε σε δύο τμήματα, το ένα στο Μόντρεαλ και το άλλο στο Κεμπέκ, σε ναυπηγικές εγκαταστάσεις της Canadian Vickers. Τα δύο τμήματα ενώθηκαν στο Κεμπέκ και ακολούθως το ενωμένο κύτος ρυμουλκήθηκε στο Μόντρεαλ για την εγκατάσταση των μηχανών του.

Η τελετή ονοματοδοσίας του πλοίου έλαβε χώρα στις 11 Απριλίου 1962, λίγο πριν από την τελική παράδοσή του στην πλοιοκτήτρια εταιρεία. Το γεγονός αυτό συνοδεύτηκε από τη δημοσίευση ενός μονοσέλιδου αφιερώματος στο τεύχος της 15ης Μαΐου 1962 των Ναυτικών Χρονικών, στο οποίο καταγράφηκαν λεπτομέρειες από την τελετή αλλά και τα τεχνικά χαρακτηριστικά του «Montrealais».

Ανάδοχος του πλοίου ήταν η θυγατέρα του Φρίξου Β. Παπαχρηστίδη, Μαρίκα Παπαχρηστίδη-Lafleur, ενώ το πλοίο ευλόγησε ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας, της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στον Καναδά.

Το «Montrealais» διέθετε χωρητικότητα 24.000 dwt, μήκος 730 ποδών και μέγιστο πλάτος 75 ποδών, διαστάσεις που αποτελούσαν τις μέγιστες επιτρεπόμενες για τη διέλευση από τη διώρυγα του Αγίου Λαυρεντίου. Είχε πέντε κύτη (χωρητικότητας 1.162.000 κυβικών ποδών), πλήρωμα 40 ατόμων και τέσσερις καμπίνες για επιβάτες. Η κατασκευή του πλοίου χαρακτηρίστηκε από τα Ναυτικά Χρονικά ως εξαιρετικά ενισχυμένη, ώστε το πλοίο να είναι ανθεκτικό στις αναπόφευκτες προσκρούσεις στις δεξαμενές ανύψωσης (locks) της διώρυγας του Αγίου Λαυρεντίου.

Σε επίσημο γεύμα που παρατέθηκε στο πλαίσιο της τελετής ονοματοδοσίας του «Montrealais», ο Φρίξος Β. Παπαχρηστίδης υπογράμμισε τους λόγους για τους οποίους διακόσμησε την καπνοδόχο του πλοίου με το αρχικό γράμμα «Π» του ναυτιλιακού του Οίκου: «Ναι μεν το πλοίο αυτό είναι καναδικόν, αλλά ένα μεγάλο μέρος της αθανάτου ψυχής του είναι και θα παραμείνει αφιερωμένον για πάντα εις την γλυκυτάτην μας πατρίδα, την Ελλάδα». Σε άλλο σημείο του λόγου του δεν λησμόνησε να αναφερθεί στην καταγωγή του, η οποία τον ώθησε να ασχοληθεί επιχειρηματικά με τη ναυτιλία: «Δε θα ηδυνάμην να είμαι σήμερον πλοιοκτήτης, αν δεν ήμουν ελληνικής καταγωγής, αν αι ναυτικαί παραδόσεις της γενέτειράς μου δεν ήσαν τόσον ζωνταναί, τόσον ζωηραί εις την ψυχήν μου. Αυτή πράγματι είναι η εισφορά, την οποίαν ένας μετανάστης προσφέρει μετ’ αφοσιώσεως εις την μεγάλη χώραν υιοθεσίας του».

Η ναυπήγηση των «lakers» του Οίκου Παπαχρηστίδη χαρακτηρίστηκε ως γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την τοπική κοινωνία. Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ των Ναυτικών Χρονικών, ο Τύπος του Καναδά αλλά και η κοινή γνώμη της χώρας επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις επενδύσεις του Έλληνα εφοπλιστή, ο οποίος «ετόλμησε εκεί όπου οι άλλοι διακατείχοντο από δισταγμόν και διεισδύει εις έναν τομέα όπου μεγάλα συμφέροντα έχουν θεμελιώσει θέσιν προέχουσαν και λίαν προσοδοφόρον».

Το νεότευκτο «laker» προοριζόταν για τη μεταφορά σιδηρομεταλλεύματος από το Sept-Îles προς τα χαλυβουργεία της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών, αλλά και για τη μεταφορά σιτηρών προς το Μόντρεαλ.

Σε δημοσίευμα του περιοδικού την 1η Μαρτίου 1964, η δραστηριότητα του Οίκου Παπαχρηστίδη στην αγορά των Μεγάλων Λιμνών παρουσιάζεται ως «λίαν αξιόλογη». Πιο συγκεκριμένα, κατά το 1963 το σύνολο των μεταφερθέντων σιτηρών μέσω των Μεγάλων Λιμνών προς το Μόντρεαλ ανήλθε σε 153,4 εκατ. τόνους. Εξ αυτών, τα τέσσερα νεότευκτα bulk carriers του Οίκου Παπαχρηστίδη μετέφεραν ποσοστό που ανήλθε στο 35,2%, γεγονός που υπογραμμίζει τη δυναμική είσοδο του Έλληνα εφοπλιστή στην εν λόγω αγορά.

Μέσα στα επόμενα έτη, ο Οίκος Παπαχρηστίδη παρέλαβε ακόμα δύο νεότευκτα «lakers», δημιουργώντας έναν στόλο έξι πλοίων στις Μεγάλες Λίμνες, τον οποίο διαχειρίστηκε μέχρι το 1972, όταν και αποφασίστηκε η αποεπένδυση από τη συγκεκριμένη αγορά.

Η ναυπήγηση των «lakers» του Οίκου Παπαχρηστίδη αποτελεί μία ακόμα χαρακτηριστική περίπτωση που ένα μέλος της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας εντόπισε μια επενδυτική ευκαιρία και, χάρη στη ναυπήγηση πλοίων τελευταίας τεχνολογίας, κατάφερε σε μικρό χρονικό διάστημα να καταλάβει μεγάλο μερίδιο της συγκεκριμένης αγοράς. Με σημείο εκκίνησης το «Montrealais», το «ελληνικόν επιχειρηματικόν δαιμόνιον» έδωσε για πρώτη φορά το παρών «εις τον μακρινόν μεταφορικόν τομέα των Μεγάλων Λιμνών».

Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στο «Montrealais» εδώ.

Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.