Η χύδην φορτηγός ναυτιλία (tramp shipping) αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του παγκόσμιου εμπορίου, εξυπηρετώντας τη μεταφορά τεράστιων ποσοτήτων πρώτων υλών μεταξύ χωρών και ηπείρων. Στην tramp ναυτιλία, τα πλοία διακρίνονται για την ευελιξία και την προσαρμοστικότητά τους στις ανάγκες της αγοράς. Χωρίς σταθερά δρομολόγια, τα πλοία είναι έτοιμα να ανταποκριθούν στη ζήτηση ανεξαρτήτως τόπου ή χρόνου.
Αυτή η μοναδική δυναμική έχει αναδείξει τη συγκεκριμένη αγορά ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τέλειου ανταγωνισμού, προσφέροντας πολύτιμες γνώσεις για τη λειτουργία των ελεύθερων αγορών. Πώς διαμορφώνεται όμως η αγορά ελεύθερου ανταγωνισμού;
Η αγορά του ελεύθερου ανταγωνισμού χαρακτηρίζεται από τις εξής συνθήκες:
- Ο αριθμός των αγοραστών και των πωλητών είναι τόσο μεγάλος, με αποτέλεσμα κανένας από αυτούς να μην μπορεί να επηρεάσει τις τιμές.
- Οι αγοραστές και οι πωλητές διαθέτουν «τέλεια γνώση» των συνθηκών της αγοράς, δηλαδή της τιμής, της διαθέσιμης ποσότητας του προσφερόμενου και ζητούμενου προϊόντος, και ως εκ τούτου δρουν και συμπεριφέρονται σύμφωνα με την αρχή μεγιστοποίησης των συμφερόντων τους.
- Η πρόσβαση στην αγορά, καθώς και η αποχώρηση από εκείνη, διενεργείται ελεύθερα, δίχως δηλαδή εμπόδια εισόδου και εξόδου.
- Τα προϊόντα-υπηρεσίες είναι τελείως ομοιογενείς, δηλαδή δεν διαφέρουν οι προσφερόμενες μεταφορικές υπηρεσίες μεταξύ των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων.
Στην αγορά του τέλειου ανταγωνισμού, το βασικότερο γεγονός είναι πως η τιμή διαμορφώνεται από τις δυνάμεις προσφοράς και ζήτησης, χωρίς να επηρεάζεται από πράξεις και πρακτικές των πωλητών και των αγοραστών. Συνεπώς, τα κέρδη που αποκομίζουν οι επιχειρήσεις είναι «κανονικά» (δεν είναι υπερβολικά, υπέρμετρα). Εάν παρατηρηθούν υπερκέρδη, τότε η αγορά θα προσελκύσει νέες επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η προσφορά και κατά συνέπεια οι τιμές και τα κέρδη των επιχειρήσεων να μειωθούν σε «κανονικά» επίπεδα.
* Οι πληροφορίες για το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν από το βιβλίο «Ναυτιλιακή Οικονομική», Α΄ Έκδοση 2021, των καθ. Ευάγγελου Α. Σαμπράκου και Ιωάννη Γ. Γιαννόπουλου (Έκδοση Ιδρύματος Ευγενίδου), σελ. 43.