Η επιλογή σημαίας είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη ναυτιλιακή επιχείρηση, διότι καθορίζει την έννομη τάξη που διέπει τη λειτουργία του πλοίου και επηρεάζει άμεσα τους κανονισμούς και τα πρότυπα ασφαλείας, προστασίας του περιβάλλοντος και ναυτικής εργασίας που εφαρμόζονται σε αυτό.
Για να μπορέσουν λοιπόν τα πλοία να αποκτήσουν σημαία, εγγράφονται σε ειδικά δημόσια μητρώα, τα οποία είναι γνωστά ως νηολόγια, και φέρουν τη σημαία του κράτους στο οποίο έκαναν την καταχώριση. Συνεπώς, όταν ένα πλοίο εγγραφεί για παράδειγμα στο ελληνικό νηολόγιο, φέρει την ελληνική σημαία και υπόκειται στους νόμους και στις επιταγές του ελληνικού κράτους.
Επομένως, νηολόγηση ονομάζεται η υποχρεωτική εγγραφή του πλοίου σε ειδικό βιβλίο, το οποίο καλείται νηολόγιο, και τηρείται από όλες τις λιμενικές Αρχές, μέσω ειδικού αξιωματικού. Στο βιβλίο αυτό καταχωρούνται πληροφοριακά στοιχεία της ταυτότητας του πλοίου, όπως το όνομα, το διεθνές διακριτικό σήμα, οι διαστάσεις του πλοίου, η χωρητικότητά του, το μέσο πρόωσης και η ιπποδύναμη, τα στοιχεία του πλοιοκτήτη (ονοματεπώνυμο, ιθαγένεια), καθώς και ο τίτλος κυριότητας.
Μετά την εγγραφή και την καταχώριση του πλοίου στο νηολόγιο, εκδίδεται και χορηγείται το λεγόμενο Πιστοποιητικό Νηολόγησης. Ένα αντίγραφο του συγκεκριμένου εγγράφου πρέπει να φυλάσσεται πάντα επί του πλοίου, ώστε να παρουσιάζεται στις αρμόδιες Αρχές για οποιονδήποτε έλεγχο.
Τέλος, εκδίδεται από το νηολόγιο το Έγγραφο Εθνικότητας, το οποίο αναγράφει τα γενικά χαρακτηριστικά του πλοίου (όνομα, χωρητικότητα, αριθμό και λιμένα νηολόγησης), τα στοιχεία του πλοιοκτήτη και διάφορα τεχνικά χαρακτηριστικά. Σημειώνεται ότι στα εμπορικά πλοία ο λιμένας νηολόγησης αναγράφεται κάτω από το όνομα του πλοίου στην πρύμνη.
* Οι πληροφορίες για το παραπάνω άρθρο αντλήθηκαν από το βιβλίο «Ναυτιλιακή Οικονομική» των Ευάγγελου Α. Σαμπράκου και Ιωάννη Γ. Γιαννόπουλου (Ίδρυμα Ευγενίδου, Α΄ Έκδοση 2021, σελ. 71).