Του Γεωργίου Λ. Σιμάτου, συνταξιούχου ναυτικού
Εγεννήθηκα το 1915 στο χωριό Φάρσα της Κεφαλονιάς. Όπως τα περισσότερα παιδιά του χωριού μου, η θάλασσα με τράβηξε αμέσως κοντά της και έβγαλα ναυτικό φυλλάδιο το 1929 σε ηλικία 14 χρονών. Τη σταδιοδρομία μου την εξεκίνησα πρώτα με τα καΐκια, τα ιστιοφόρα και τα μηχανοκίνητα, και με αυτά εταξίδευα μέχρι το 1939, ενώ έχω υπηρετήσει και ως ναύτης πυροβολητής στο θωρηκτό «Αβέρωφ» κατά τα έτη 1936 και 1937.
Το πρώτο μου βαπόρι ήτανε το ατμοκίνητο φορτηγό «Μαιώτις» του Συνοδινού, και με αυτό εμπαρκάρισα το 1939. Επειδή η Ελλάδα ήτανε τότε ουδέτερη, είχε ήδη ξεκινήσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, εταξιδεύαμε το βράδυ με όλα τα φώτα αναμμένα και φωτισμένη την ελληνική σημαία, η οποία ήτανε σχεδιασμένη στο πλάι του βαποριού. Στο μεταξύ εμπήκε και η Ελλάδα στον πόλεμο, κι έτσι έχασα κάθε επικοινωνία με τους δικούς μου. Ξεμπαρκάρισα στην Αγγλία και μέχρι το 1941 μπαρκάρισα με τα φορτηγά ατμόπλοια «Μαριώγκα Δ. Θερμιώτη», «Δέσποινα» και «Βιργινία Νικολάου».
Το 1941 επήγα στο Μόντρεαλ, όπου εμπαρκάρισα με ένα φορτηγό της καναδικής κυβέρνησης, το ατμόπλοιο «Ericus». Προσπάθησα να δουλέψω έξω, αλλά είχα προβλήματα με το Ιμιγκρέσιο, και έτσι επέρασα στην Αμερική, όπου λόγω του πολέμου είχανε μεγάλες ελλείψεις σε πληρώματα αλλά και σε εργάτες στα ναυπηγεία, όπου είχανε αρχίσει ήδη να κατασκευάζουνε τα Λίμπερτυ. Εδούλεψα στα ναυπηγεία του Χένρυ Κάιζερ στο Ρίτσμοντ της Καλιφόρνιας.
Τα Λίμπερτυ τα κατασκευάζανε σε κομμάτια, σε διάφορες μονάδες, από όπου τα μεταφέρανε και τα συναρμολογούσανε στη σχάρα του ναυπηγείου μας. Τα κάνανε κολλητά με ηλεκτροκόλληση και όχι καρφωτά, όπως ήτανε τα βαπόρια μέχρι τότε. Μόνο τα καναδέζικα Λίμπερτυ ήτανε καρφωτά. Με την ηλεκτροκόλληση δεν επάταγε η μία λαμαρίνα επάνω στην άλλη για να καρφωθεί με πυρωμένα καρφιά, και έτσι το Λίμπερτυ εφτιαχνότανε πιο γρήγορα, με λιγότερα υλικά και βάρος. Στο τμήμα που εδούλεψα φτιάχναμε όλες τις σκάλες και το κομμάτι της πρύμης. Εδουλεύανε και πολλές γυναίκες, κυρίως κολλάγανε τις λαμαρίνες με ηλεκτροκόλληση.
Στην αρχή, σε μερικά από αυτά παρουσιαστήκανε ρήγματα στην κουβέρτα και κάποια κοπήκανε στη μέση και βουλιάξανε. Για να αντιμετωπίσουνε αυτά τα προβλήματα, τοποθετήσανε καρφωτές λωρίδες λαμαρίνας στην κουβέρτα, κοντά στα κουβούσια των αμπαριών και μάντα κι άλλη εξωτερικά, κάτω από το κουρζέτο, σαν ζωνάρι, από το αμπάρι Νο 2 έως και το αμπάρι Νο 4.
Το πρώτο Λίμπερτυ που έκανα ήτανε το «Margaret Fuller», το 1943. Σε αυτό έκατσα πέντε μήνες, παρόλο που τα ταξίδια στον Ατλαντικό ήτανε πολύ επικίνδυνα. Βέβαια είχανε καλυτερέψει τα πράγματα από πλευράς συνοδείας στα κομβόι. Πλέον υπήρχανε περισσότερα αντιτορπιλικά, κυρίως όμως αεροπλάνα με ραντάρ, που μπορούσανε και εντοπίζανε τα υποβρύχια.
Τα Λίμπερτυ, κατά τη διάρκεια του πολέμου, εκτός από τον εξοπλισμό σε κανόνια, είχανε και ένα χοντρό καλώδιο από χαλκό, σαν εσωτερικό ζωνάρι πλώρα-πρύμα κάτω από τον κουραδόρο, για να αποφεύγουνε τις μαγνητικές νάρκες που είχανε ρίξει οι Γερμανοί, κυρίως κοντά στα λιμάνια της Αγγλίας. Κάποια είχανε κρεμασμένα και δίχτυα, εξωτερικά από το αμπάρι Νο 3 μέχρι το Νο 4 για τις τορπίλες, αλλά δεν ήτανε αποτελεσματικά και τα καταργήσανε. Επίσης, υπήρχανε μεγάλες σχεδίες και οι βάρκες ήτανε κρεμασμένες απέξω όταν εταξιδεύαμε και κάναμε βάρδια look-out κάθε μία ώρα στην κόφα του πλωριού άρμπουρου. Μας εδίνανε ειδικές αδιάβροχες λαστιχένιες στολές, που, όταν έπεφτες στη θάλασσα, σε κρατούσανε όρθιο από το στήθος και πάνω έξω από το νερό, και έτσι δεν επέθαινες από το κρύο. Μέχρι το 1952 εμπαρκάρισα με άλλα τρία πλοία τύπου Λίμπερτυ, με δύο δεξαμενόπλοια Τ2, με δύο φορτηγά τύπου Βίκτορυ, καθώς και με άλλα αμερικάνικα πλοία.
Τα Λίμπερτυ, σε σύγκριση με τα ελληνικά που είχα κάνει πριν από τον πόλεμο, όλα πάνω από 25 χρονών εκτός από το «Βιργινία Νικολάου», μου φανήκανε υπερωκεάνια. Αν και φτιαγμένα για τις ανάγκες του πολέμου, είχανε ανέσεις που πρώτη φορά βλέπαμε. Στα προπολεμικά φορτηγά το κατώτερο πλήρωμα κοιμότανε στο καμπούνι της πλώρης σε άθλιες συνθήκες, χωρίς θέρμανση, τρεχούμενο νερό και άλλα αναγκαία. Τις περισσότερες φορές επαίρναμε το κουτάλι και το πιάτο μας και ετρώγαμε απάνω στο κουβούσι του αμπαριού, όπως στα καΐκια. Όσο για ψυγεία, ούτε λόγος. Γι’ αυτό είχανε ζωντανά βόδια, πρόβατα και κότες, για να τρώμε λίγο κρέας. Θυμάμαι σε ένα Βίκτορυ που είχα κάνει, κουβεντιάζανε δύο Αμερικάνοι και τον ερώτησε ο ένας τι θα κάνει όταν τελειώσει ο πόλεμος και ο άλλος τού είπε ότι «θα πάω καουμπόι σε κανένα ελληνικό».
Οι καμπίνες για το κατώτερο πλήρωμα ήτανε τετράκλινες με νιπτήρα, καλοριφέρ και ανεμιστήρα. Υπήρχανε αποχωρητήρια και ντουζ με ζεστό νερό, ξεχωριστά για το πλήρωμα, τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες. Υπήρχανε cooler με τρεχούμενο νερό, ξεχωριστές τραπεζαρίες και κάθε μέρα η κουζίνα έβγαζε, πρωί βράδυ, τρία είδη φαγητών, και ο καμαρότος ερχότανε και έπαιρνε παραγγελία όπως στο εστιατόριο. Το βαπόρι διέθετε σεντόνια, κουβέρτες, πετσέτες και άλλα λευκά είδη και μέρα νύχτα δουλεύανε τα πλυντήρια για τα ρούχα. Εντύπωση μου κάνανε τα πολλά ρολόγια τοίχου που υπήρχανε σε διάφορους χώρους του πλοίου.
Στον πόλεμο, λόγω της μεγάλης ανάγκης σε πληρώματα, συναντούσες στα Λίμπερτυ ναυτικούς, κυρίως αξιωματικούς, είτε πολύ μεγάλης ηλικίας είτε πολύ νέους, αλλά και πρωτόμπαρκους. Μάλιστα, είχα δει και πρωτόμπαρκους που φοράγανε μπότες με σπιρούνια. Γενικά τα πληρώματα της κουβέρτας δεν ήτανε ναυτικοί με πείρα, και αυτό ήτανε πρόβλημα, γιατί τα Λίμπερτυ ήτανε βαριά βαπόρια, είχανε πέντε αμπάρια με δέκα μπίγες των πέντε τόνων και δύο μαγγιώρες, η μία πλώρα 50 και η άλλη πρύμα 30 τόνων.
Το φορτίο τις περισσότερες φορές ήτανε πολεμικό υλικό, αυτοκίνητα, τανκς, πυρομαχικά, γεγονός που απαιτούσε γνώση και προσοχή σε φόρτωμα και ξεφόρτωμα. Επίσης, το κλείσιμο των αμπαριών, το σπατσαμέντο, έπαιρνε ώρες, γιατί έπρεπε να βάλουμε πρώτα τα μπίμια, ύστερα τις ξύλινες μπουκαπόρτες, να τις σκεπάσουμε με μουσαμάδες, να σφηνωθούνε οι μουσαμάδες και τέλος να σιγουρευτούνε με μεταλλικές λάμες και πλεχτά σχοινιά από πάνω.
Εμπαρκάρισα ναύτης και μετά μαραγκός. Σα μαραγκός, είχα δική μου καμπίνα, έπαιρνα εντολές από τον υποπλοίαρχο και δεν είχα δουλειά με τους ναύτες. Αν ήθελα κάποια φορά τούς βοηθούσα στις μπίγες, σε περίπτωση που ήτανε βαριά τα φορτία. Εκτός από διάφορες επισκευές σε ξύλινες κατασκευές, βασική μου δουλειά ήτανε να είμαι στην μπόμπα στο φουντάρισμα και, όταν βιράραμε τις άγκυρες, να σιγουρέψω τις καδένες και να τσιμεντάρω τα όκκια, όταν ήτανε να πάμε μεγάλο ταξίδι, για να μην μπαίνει η θάλασσα στο μπαλαούρο. Εγρασάριζα τα βίντζια στις μπίγες και στις βάρκες, όταν εσκεπάζανε τα αμπάρια οι ναύτες και βάζανε τις σφήνες στους μουσαμάδες, τις χτύπαγα και τσεκάριζα αν ήταν καλά στερεωμένες. Τσεκάριζα τη στάθμη των νερών καθημερινά και έδινα αναφορά στον υποπλοίαρχο. Στο πόρτο ήμουνα υπεύθυνος για την τροφοδοσία του βαποριού με γλυκό νερό. Όταν φορτώναμε αυτοκίνητα και τανκς, τα μποτσάριζα και τα στερέωνα μεταξύ τους με χοντρά ξύλα για να μη μετακινούνται στη φουρτούνα.
Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Γεωργίου Λ. Σιμάτου,που δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση των “Ναυτικών Χρονικών”: Η Γενιά των Λίμπερτυ. Εβδομήντα χρόνια από την αναγέννηση του ελληνόκτητου στόλου, Gratia Eκδοτική, Αθήνα 2016, σ. 127-131.