Μελέτες κατά παραγγελία στη ναυτιλιακή βιομηχανία

0

ΖαχαριάδηςΤου Πάνου Ζαχαριάδη, Τεχνικού Διευθυντή της Atlantic Bulk Carriers Management Ltd.

Είναι γεγονός ότι, όταν ένας οργανισμός παραγγέλνει επί πληρωμή σε κάποιο πανεπιστήμιο ή σε μια ειδικευμένη εταιρεία να κάνει μια μελέτη που τον ενδιαφέρει, επίσης ανακοινώνει στους μελετητές ποιο θα ήθελε –μέσες άκρες– να είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ανάλογα με το ήθος και το κύρος των μελετητών (π.χ. κάποιο διάσημο πανεπιστήμιο), αυτοί στο παρελθόν δεν ελάμβαναν τις επιθυμίες του πελάτη και τόσο υπόψη, αλλά έκαναν αδέκαστα τη μελέτη, διότι –πάνω απ’ όλα– το όνομα των ερευνητών και του οργανισμού που εκπροσωπούσαν δεν έπρεπε να τρωθεί.

Έτσι, για παράδειγμα, πριν από κάποια χρόνια, μελέτες από αξιόπιστα πανεπιστήμια και οργανισμούς θεωρούνταν επίσης αξιόπιστες ως προς τα αποτελέσματά τους. Αν το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό για τον πελάτη, απλώς οι μελέτες αυτές «θάβονταν» και δεν δημοσιοποιούνταν, εκτός αν είχαν προαναγγελθεί. Όμως, δεν διανοούνταν τότε να «μαγειρέψουν» τη μελέτη, αλλοιώνοντας π.χ. τα δεδομένα της (data) ή χρησιμοποιώντας τα δεδομένα επιλεκτικά, προς αλλοίωση του αποτελέσματος.

Όταν το 2003 το Ηνωμένο Βασίλειο, ο IACS και η Ιαπωνία κατέθεσαν τις τρεις μελέτες τους στον ΙΜΟ, ισχυριζόμενοι ότι αυτές δείχνουν τα φορτηγά πλοία διπλού τοιχώματος να είναι ασφαλέστερα, το μόνο που είχε να κάνει η Ελλάδα για να αντικρούσει το επιχείρημά τους ήταν –απλώς– να διαβάσει τις μελέτες τους προσεκτικά. Η κάθε μελέτη είχε, βέβαια, το μέγεθος ενός τόμου εγκυκλοπαίδειας, η οποία συνοδευόταν από δύο σελίδες ξεχωριστή «περίληψη», όπου οι καταθέτες της μελέτης (και όχι οι συγγραφείς της μελέτης) ανέφεραν «ιδού η μελέτη μας, που αποδεικνύει ότι τα διπλά τοιχώματα είναι ασφαλέστερα».

Όταν η Ελλάδα διάβασε τις μελέτες, ανακάλυψε ότι αυτές αποδείκνυαν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχυριζόταν η «περίληψη», και μάλιστα με ευκρινή διαγράμματα, που έδειχναν τριπλάσια και τετραπλάσια ελαττώματα στα πλοία διπλού τοιχώματος, κάτι το οποίο οι πλοιοκτήτες τέτοιων πλοίων γνώριζαν καλά (τότε δεν υπήρχαν κανόνες κατασκευής φορτηγών πλοίων διπλού τοιχώματος και τα ναυπηγεία έκαναν ό,τι ήθελαν). Οι μελετητές είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους και απλώς οι καταθέτες/πελάτες έγραψαν την περίληψη όπως τους βόλευε.

Από τότε τα πράγματα έχουν αλλάξει. Μελέτες αναλαμβάνονται από μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες με ονόματα παραπλήσια με πανεπιστημιακά, για να μπερδεύεται ο κόσμος (π.χ. το CΕ Delft είναι ιδιωτική εταιρεία μελετών –με το αζημίωτο– και δεν έχει καμία σχέση με το έγκριτο πανεπιστήμιο TU Delft), ενώ πολλά πανεπιστήμια, προκειμένου να έχουν μερίδιο στην πίτα αυτή των τεράστιων ποσών για «έρευνες» με δεδομένο αποτέλεσμα, έχουν φτιάξει εξαρτώμενες –αλλά ιδιωτικές– εταιρείες μελετών, οι οποίες πιο άνετα μπορούν να ικανοποιούν πελάτες, χωρίς να διακινδυνεύεται το καλό όνομα του πανεπιστημίου. Συνήθως επιφανείς καθηγητές αυτών των πανεπιστημίων είναι και μέτοχοι των εταιρειών αυτών, και έτσι μπορούν να επικαλούνται το όνομα του πανεπιστημίου (π.χ. υπό την «αιγίδα» του UCL), ενώ το πανεπιστήμιο μπορεί να λέει «εγώ δεν ξέρω τίποτα – αυτή είναι ανεξάρτητη εταιρεία». «Μελέτες» από τα δύο παραδείγματα που ανέφερα παραπάνω έχουν κατακλύσει τα τελευταία χρόνια τον ΙΜΟ και οδηγούν τις εξελίξεις σε περιβαλλοντικά θέματα, πληρωμένες από διάφορους οργανισμούς και προωθώντας τα συμφέροντά τους. Στις μελέτες αυτές έχω δει να συμβαίνουν «σημεία και τέρατα».

Όμως, το έναυσμα γι’ αυτό το άρθρο μού έδωσε μια πρόσφατη μελέτη σχετικά με το LNG. Όταν πριν από αρκετό καιρό αποφάσισα να ερευνήσω τις επιπτώσεις του LNG και του φυσικού αερίου στην ατμόσφαιρα, διάβασα πολλές πραγματικά πανεπιστημιακές μελέτες, η μεγάλη πλειονότητα των οποίων απεδείκνυε τις τεράστιες επιπτώσεις της χρήσης του φυσικού αερίου στην υπερθέρμανση του πλανήτη, αφενός λόγω των μεγάλων διαρροών μεθανίου κατά την εξόρυξη του φυσικού αερίου και αφετέρου λόγω της ιδιότητας του μεθανίου να υπερθερμαίνει τον πλανήτη πολλές φορές περισσότερο από το διοξείδιο του άνθρακα. Οι μελέτες αυτές, ιδίως από το 2012 και μετά, σταμάτησαν να βασίζονται στα δεδομένα και στις πληροφορίες (data) που έδιναν οι εταιρείες παραγωγής φυσικού αερίου σχετικά με τις διαρροές τους στην ατμόσφαιρα, όταν ανακάλυψαν ότι οι δικές τους μετρήσεις ήταν πολύ μεγαλύτερες από αυτές που παραδέχονταν οι παραγωγοί. Πιο πρόσφατα, με ικανοποίηση, άρχισα να βλέπω άρθρα σε δημοφιλή περιοδικά (π.χ. Scientific American) ή στον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αλλού, όπου αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η διαρροή μεθανίου καθ’ όλη την πορεία του φυσικού αερίου το καθιστά καύσιμο χειρότερο από τα συμβατικά για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ήλπιζα, λοιπόν, πως ο μύθος ότι το LNG ως καύσιμο εκλύει λιγότερο CO2 στην ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να καταρρέει και πως όλο και περισσότεροι ειδικοί και νομοθέτες αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι το LNG δεν είναι η απάντηση για πραγματικές μειώσεις εκπομπών CO2.

Προφανώς θορυβημένοι οι ενδιαφερόμενοι, ανακοίνωσαν πριν από λίγο καιρό την ανάληψη μεγάλης έρευνας-μελέτης, η οποία ολοκληρώθηκε σε χρόνο ρεκόρ και δημοσιεύτηκε αυτές τις ημέρες. Το αποτέλεσμα είναι το γνωστό: το LNG επιφέρει, λένε, μειώσεις στις εκπομπές CO2 κατά 20% έναντι των συμβατικών καυσίμων (κάτι που ανέκαθεν ισχυρίζονταν οι θιασώτες του LNG και που οι σωστές επιστημονικές μελέτες έχουν αποδείξει πια, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν ισχύει). Η μελέτη χρηματοδοτήθηκε από δύο νεοσυσταθέντες οργανισμούς και ενώσεις, των οποίων βασικός δημόσιος στόχος είναι η προώθηση του φυσικού αερίου ως ναυτιλιακού καυσίμου. Τα μέλη τους είναι σοβαρές εταιρείες (πετρελαϊκές εταιρείες, κατασκευαστές μηχανών, ναυπηγεία, νηογνώμονες, μεγάλες ναυτιλιακές εταιρείες, κ.λπ.). Η μελέτη ανατέθηκε και εκπονήθηκε από μεγάλη ιδιωτική εταιρεία, «ειδική» σε περιβαλλοντικά θέματα. Φυσικά και τη διάβασα. Γνωρίζοντας ότι το αποτέλεσμα απέχει από την πραγματικότητα, έψαξα να βρω πού είναι «ο λάκκος στη φάβα». Και φυσικά υπήρχε πληθώρα «λάκκων»· από το σύνηθες ότι το μεθάνιο είναι μόνο 25-30 φορές χειρότερο από το CO2 (είναι 86 φορές χειρότερο για 20 χρόνια από τη διαρροή του) μέχρι το να εκλαμβάνονται τα δεδομένα –data– διαρροών που ανακοινώνουν οι ίδιοι οι παραγωγοί φυσικού αερίου ως θέσφατα (τα οποία όλες οι επιστημονικές μελέτες που μέτρησαν τις πραγματικές διαρροές τα βρήκαν έως και δεκαπλάσια).

Όμως, άλλο ένα σημείο μού έκανε εντύπωση: όλοι γνωρίζουν ότι κατά την εξόρυξη του φυσικού αερίου υπάρχει διαρροή του στην ατμόσφαιρα – οι παραγωγοί ισχυρίζονται ότι είναι μικρή (1-2%) και οι (σωστοί) ερευνητές μετρούν 4-5% (στις ΗΠΑ σχεδόν 8% κατά μέσο όρο). Επίσης, όλοι γνωρίζουν ότι οι αντίστοιχες διαρροές μεθανίου κατά την εξόρυξη αργού πετρελαίου είναι μηδαμινές έως μηδενικές. Η συγκεκριμένη μελέτη είναι η πρώτη που συναντώ (και έχω διαβάσει δεκάδες) όπου οι διαρροές μεθανίου ή CO2 πριν από την καύση συμβατικών καυσίμων (upstream) είναι σχεδόν ίδιες με αυτές του φυσικού αερίου. Η μελέτη ανέφερε ότι πήρε αυτά τα δεδομένα από παραπομπή μιας άλλης μελέτης. Περίεργος καθώς είμαι, ανέτρεξα στη παραπομπή. Είναι από άλλη μελέτη που έκανε η ίδια εταιρεία στο παρελθόν!

Δυστυχώς, ζούμε στην εποχή των fake news, όπου τα λογής συμφέροντα ανερυθρίαστα σπρώχνουν τη δική τους αλήθεια, με τον απλό παρατηρητή να έχει πια παραδοθεί, μη γνωρίζοντας τι να πιστέψει, οδηγώντας τον (εσκεμμένα;) στο να μην ενδιαφέρεται.

Απόσπασμα από τo άρθρο του Πάνου Ζαχαριάδη, με τίτλο «Μελέτες κατά παραγγελία», Ναυτικά Χρονικά, Μάιος 2019, σ. 94- 95