Μία από τις μεγαλύτερες δυσκολίες που καλείται να αντιμετωπίσει ο σύγχρονος ναυτικός είναι οι αντιξοότητες που προξενούν τα στοιχεία της φύσης. Η πρόοδος της τεχνολογίας και η βελτίωση στον σχεδιασμό και στη ναυπήγηση πλοίων έχουν μειώσει σε μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο από θαλασσοταραχές και από τα φυσικά φαινόμενα. Ταυτόχρονα, η ακριβής πρόβλεψη των μετεωρολογικών φαινομένων συνεπικουρεί με τον καλύτερο τρόπο στην ασφαλή ναυσιπλοΐα.
Κατά το παρελθόν, ωστόσο, όταν τα πλοία ήταν μικρότερα σε μέγεθος και τα διαθέσιμα μέσα που χρησιμοποιούσαν δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένα τεχνολογικά, οι δυσκολίες ήταν περισσότερες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα πληρώματα της ελληνικής ποντοπόρου ναυτιλίας καλούνταν να αντιμετωπίσουν ακραία καιρικά φαινόμενα.
Από την αρχή της εκδοτικής τους ιστορίας, τα Ναυτικά Χρονικά παρακολουθούσαν όσα ελληνικά πλοία ταξίδευαν ανά την υφήλιο, σημειώνοντας τις τελευταίες ειδήσεις από τα ταξίδια τους. Ειδικότερα, όταν ένα ελληνικό πλοίο συναντούσε κάποια ατυχία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του, το περιοδικό έσπευδε να αναμεταδώσει όσες πληροφορίες μπορούσε να συλλέξει. Σε μια εποχή που οι τηλεπικοινωνίες βρίσκονταν σε εμβρυακό στάδιο, η συγκεκριμένη στήλη του περιοδικού αποτελούσε έναν τρόπο ώστε οι οικογένειες των Ελλήνων ναυτικών να έχουν πληροφορίες για το πού βρίσκονταν τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Μια τέτοια περίπτωση καταγράφουν τα Ναυτικά Χρονικά στο τεύχος της 15ης Ιανουαρίου 1934, όταν το φορτηγό πλοίο «Νηρεύς» αντιμετώπισε σφοδρό κυκλώνα στις 14 Δεκεμβρίου 1933. Έχοντας αντλήσει πληροφορίες από την ινδική εφημερίδα Madras Mail, το περιοδικό προχώρησε σε εκτενές ρεπορτάζ για την τύχη του ελληνικού πλοίου.
To «Νηρεύς» ήταν ατμόπλοιο του 1913, που είχε ναυπηγηθεί στα γερμανικά ναυπηγεία της Bremer Vulkan. Το πρώτο όνομα του πλοίου ήταν «Pfalz» και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου είχε αιχμαλωτιστεί από την Αυστραλία, η οποία το μετονόμασε σε «Boorara» και το χρησιμοποίησε για τις ανάγκες του πολέμου υπέρ της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Μετά το πέρας του πολέμου, το 1926, ο εφοπλιστής Εμμανουήλ Χατζηλίας θα το αγόραζε και θα το νηολογούσε στη Σύρο με το όνομα «Νηρεύς»
Το «Νηρεύς» βρισκόταν στην περιοχή του κόλπου της Βεγγάλης μεταφέροντας φορτία. Τη 10η Δεκεμβρίου 1933 θα απέπλεε από την Kakinada με κατεύθυνση τον λιμένα Cuddalore. Πλησιάζοντας το Cuddalore, το πλήρωμα θα ερχόταν σε επαφή με τα πρώτα σημάδια κακοκαιρίας. Μην μπορώντας να πλησιάσουν το λιμάνι, αναγκάστηκαν να παραμείνουν αγκυροβολημένοι σε παρακείμενο όρμο. Λόγω της κακοκαιρίας, δεν ήταν δυνατόν να επικοινωνήσουν με την ξηρά μέσω λέμβων και συνεπώς ούτε να ξεφορτώσουν το φορτίο τους.
Την επόμενη μέρα, το πλήρωμα θα λάμβανε ραδιοτηλεγράφημα από το Madras, το οποίο προειδοποιούσε ότι ολόκληρη η περιοχή βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας επικείμενου κυκλώνα. Μετά το μεσημέρι της 14ης Δεκεμβρίου, ο πλοίαρχος του «Νηρεύς», Η. Μ. Φωνάρης, αποφασίζει να σηκώσει άγκυρα και να αποπλεύσει ολοταχώς με βορειοανατολική κατεύθυνση.
Στο Cuddalore συνάντησε το ιταλικό «Felce», το οποίο ήταν έτοιμο να αποπλεύσει προς τη Μασσαλία. Τα δύο πλοία, ελληνικό και ιταλικό, θα χάρασσαν την ίδια πορεία, μέχρι που τα ίχνη του βραδύτερου «Felce» χάθηκαν στην ομίχλη. Αργότερα διαπιστώθηκε ότι κατάφερε να καταφύγει σε παρακείμενο λιμένα με σοβαρότατες ζημιές.
Πλέοντας ήδη για επτά ώρες, το «Νηρεύς» βρισκόταν στο μάτι του κυκλώνα. Με μεγάλη βιαιότητα, τα κύματα χτυπούσαν το φορτηγό πλοίο. Ο πλοίαρχος και οι ναυτικοί του «Νηρεύς», παρότι διέθεταν μεγάλη πείρα στους ωκεανούς του κόσμου, δεν είχαν συναντήσει κάτι παρόμοιο όπως τον κυκλώνα στην πόλη-λιμάνι Cuddalore. Χαρακτηριστικό του κινδύνου που διέτρεξε το πλήρωμα είναι ότι ο υποπλοίαρχος Ηλίας Φραγκούλης, κατά τη διάρκεια της θεομηνίας, βγήκε στο κατάστρωμα να εποπτεύσει μια επισκευή και δέχτηκε ένα κομμάτι σανίδας στο κεφάλι, οπότε και μεταφέρθηκε λιπόθυμος στο νοσοκομείο του πλοίου για τις πρώτες βοήθειες.
Όπως περιγράφει ο πλοίαρχος Φωνάρης, τη στιγμή αυτή του μεγαλύτερου κινδύνου, η θαλασσοταραχή κόπασε και για 22 λεπτά της ώρας επικράτησε μια ξαφνική και απόκοσμη γαλήνη. Ο ουρανός γέμισε από μεγάλο αριθμό πτηνών, τα οποία, παρασυρμένα από τον κυκλώνα, πετούσαν πάνω από το πλοίο. Το πλήρωμα κράτησε δύο παπαγάλους πάνω στο πλοίο ως ενθύμιο της περιπέτειάς τους.
Παρά την παρένθεση ηρεμίας, ο κυκλώνας επέστρεψε με σφοδρότητα, με την ορμή του αέρα να δημιουργεί κλίση 55 μοιρών στην καπνοδόχο του πλοίου. Στο σημείο αυτό, το πλήρωμα αποσύρθηκε από το κατάστρωμα, με το νερό να εισέρχεται στα κύτη του πλοίου καθώς και στο μηχανοστάσιο. Παρ’ όλα αυτά, οι μηχανές παρέμειναν σε λειτουργία, κάτι που εν τέλει έφερε και τη σωτηρία του πλοίου.
Η έντονη θαλασσοταραχή θα διατηρούνταν μέχρι τις 11 η ώρα το βράδυ της 15ης Δεκεμβρίου. Καθώς ο καιρός σταδιακά ηρεμούσε, το πλήρωμα προσπάθησε να επιδιορθώσει ό,τι μπορούσε, με τη γέφυρα και τις σωσίβιες λέμβους να έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές. Μετά τις πρόχειρες επισκευές, το «Νηρεύς» συνέχισε την πορεία του και εισέπλευσε χωρίς απρόοπτα στο λιμάνι του Madras το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου 1933.
Οι Έλληνες ναυτικοί αντιμετώπισαν τη μανία της θάλασσας με στωική ψυχραιμία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν τα Ναυτικά Χρονικά. Η περιπέτεια αυτή του «Νηρεύς» στα τέλη του 1933 μεταφέρει τον σύγχρονο αναγνώστη και ερευνητή σε μια περίοδο όπου οι υπερπόντιες μεταφορές μπορούσαν να αποδειχθούν ιδιαίτερα απρόβλεπτες ή/και επικίνδυνες.
Πληροφορίες για τη συγγραφή του άρθρου αντλήθηκαν από το αρχείο των Ναυτικών Χρονικών. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το αφιέρωμα του περιοδικού στην περιπέτεια του «Νηρεύς» μέσω του ακόλουθου συνδέσμου:
https://archive.naftikachronika.gr/issue1934-i321/page-7/
«Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου».
Πηγή: Ναυτικά Χρονικά