Η απόφαση της Σοβιετικής Ένωσης, το φθινόπωρο του 1933, να διακόψει παροδικά τις ναυλώσεις αγγλικών πλοίων θα έφερνε μεγάλο αριθμό ελληνικών φορτηγών πλοίων σε θαλάσσιες οδούς άγνωστες μέχρι τότε σε πλοία που έφεραν την ελληνική σημαία.
Πιο συγκεκριμένα, ολοένα και περισσότερα ελληνικά πλοία θα ναυλώνονταν για τη μεταφορά γενικών φορτίων από τους λιμένες της Μαύρης Θάλασσας προς την Άπω Ανατολή.
Τα Ναυτικά Χρονικά, παρότι μετρούσαν λίγα έτη ζωής από την πρώτη τους κυκλοφορία, τον Ιανουάριο του 1931, διαφαίνεται ότι είχαν ήδη δημιουργήσει ένα σταθερό δίκτυο επικοινωνίας με τα απανταχού ελληνικά πληρώματα. Το πλήθος επιστολών αλλά και προφορικών αφηγήσεων Ελλήνων ναυτικών, που συγκέντρωναν οι συντάκτες του περιοδικού, οδήγησαν στη δημοσίευση ενός αφιερώματος για τα τολμηρά ταξίδια των Ελλήνων ναυτίλων στην Άπω Ανατολή.
Μια προσεκτική μελέτη στο συγκεκριμένο αφιέρωμα της 1ης Μαρτίου 1934 αποκαλύπτει ότι οι Έλληνες ναυτικοί ταξίδευαν όχι μόνο προς τα λιμάνια της Κίνας και της Ιαπωνίας, αλλά και προς τις «εσχατιές της υδρογείου». Το αφιέρωμα περιέχει, μεταξύ άλλων, και την ιστορία του «Λεωνίδας ΙΙ», ελληνικού φορτηγού πλοίου που ανήκε στον Ανδριώτη εφοπλιστή Ανδρέα Βεστάρχη και εκείνη την περίοδο είχε ολοκληρώσει ένα ταξίδι προς τη Σαχαλίνη.
Το νησί της Σαχαλίνης, ευρισκόμενο απέναντι από τις ακτές της Σιβηρίας, αποτελούσε έναν άγνωστο τόπο για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό των Ναυτικών Χρονικών, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον τόσο για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όσο και για την παρουσία Ελλήνων σε αυτόν τον μακρινό τόπο.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του περιοδικού, η Σαχαλίνη διέθετε πλούσιο υπέδαφος, με κοιτάσματα γαιάνθρακα, πετρελαίου και χρυσού να δικαιολογούν την ανθρώπινη παρουσία σε ένα τόσο κρύο και αφιλόξενο μέρος. Καθώς το νησί επικοινωνούσε με τον υπόλοιπο κόσμο λίγες φορές τον χρόνο, το φορτηγό πλοίο «Λεωνίδας ΙΙ» είχε ναυλωθεί για να μεταφέρει στις κοινότητες του νησιού αλάτι, σίδηρο, άλευρα, τρόφιμα, οικογενειακά σκεύη, ενδύματα, κλίνες, τρακτέρ, γεωργικά εργαλεία, τσιμέντο και κάθε είδος απαραίτητο για μια παροικία.
Το ταξίδι του ελληνικού πλοίου είχε ξεκινήσει από το Πορτ Σάιντ με προορισμό τα παγωμένα νερά της Σαχαλίνης και επιστροφή στον αρχικό λιμένα εντός έξι μηνών. Κατά τη μεγάλη αυτή διαδρομή, το ανδριώτικο πλοίο θα περνούσε από πολλές και εναλλασσόμενες κλιματικές ζώνες. Τα Ναυτικά Χρονικά περιγράφουν τον κινηματογραφικό τρόπο κατά τον οποίο το πλήρωμα του «Λεωνίδας II» πέρασε από συνθήκες τροπικού καύσωνα, έντονου χειμώνα αλλά και άνοιξης, καθώς οι προπέλες του πλοίου το έφερναν να πλέει σε διαφορετικά σημεία της υδρογείου.
Ο τελικός προορισμός θα έφερνε το ελληνικό πλήρωμα αντιμέτωπο με θερμοκρασίες που έφταναν τους 14 βαθμούς υπό το μηδέν, με τον επιστολογράφο των Ναυτικών Χρονικών να αναφέρει ότι μόνο ως θαύμα μπορεί να χαρακτηριστεί η απουσία ασθένειας υπό αυτές τις συνθήκες.
Το τελευταίο τμήμα του ταξιδιού, από το Βλαδιβοστόκ στη Σαχαλίνη, ήταν άκρως επικίνδυνο, καθώς το συγκεκριμένο αρχιπέλαγος είναι γεμάτο με υφάλους και εκείνη την εποχή η χαρτογράφηση της θαλάσσιας αυτής περιοχής ήταν ελλιπής. Μάλιστα, τα Ναυτικά Χρονικάαναφέρουν ότι η πρόσληψη πιλότου για την ασφαλή ναυσιπλοΐα κόστισε το υπέρογκο ποσό, για την εποχή, των 100 λιρών. Το πόσο απομακρυσμένο και «άγριο» ήταν το συγκεκριμένο σημείο του πλανήτη φαίνεται και από την αναφορά του περιοδικού ότι η άφιξη του πλοίου χαιρετίσθηκε από ένα πλήθος από φώκιες.
Το «Λεωνίδας ΙΙ» παρέμεινε τελικώς δύο μήνες στη Σαχαλίνη, καθώς η εκφόρτωση των εμπορευμάτων πραγματοποιήθηκε με μεγάλες δυσκολίες. Οι χιονοθύελλες διαδέχονταν η μία την άλλη, ενώ καταγράφηκε και μια έκτακτη παραλαβή και μεταφορά 200 εργατών με τις γυναίκες και τα παιδιά τους από το Pilvo (στα βόρεια του νησιού), οι οποίοι εργάστηκαν σε μια τμηματική εκφόρτωση. Όσες φορές το ελληνικό πλοίο χρειάστηκε να ταξιδέψει προς άλλα, μικρότερα λιμάνια του νησιού, αυτό γινόταν με μεγάλο κίνδυνο, καθώς το δίκτυο φάρων και φανών ήταν ελλιπέστατο. Όπως αναφέρει με συγκίνηση το περιοδικό, ο πλοίαρχος του «Λεωνίδας ΙΙ» μπορούσε να καυχηθεί ότι, περνώντας από την Okha, είχε αφήσει πίσω του «τον τελευταίο φάρο του κόσμου».
Το μεσοπολεμικό αυτό αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών ταξιδεύει τον σύγχρονο αναγνώστη σε μια εποχή κατά την οποία η ελληνική ναυτιλία βρισκόταν σε πολύ διαφορετικό επίπεδο από την πρωταγωνιστική της πορεία τις τελευταίες δεκαετίες. Ταυτόχρονα, σε μια περίοδο κατά την οποία οι συνθήκες ναυσιπλοΐας αλλά και διαβίωσης εν πλω ήταν ιδιαίτερα δυσχερείς. Οι Έλληνες ναυτικοί της εποχής αυτής, με θέληση, αυταπάρνηση και αποφασιστικότητα, έγραψαν τη δική τους ιστορία, προσεγγίζοντας και γνωρίζοντας σημεία του πλανήτη που μέχρι πρότινος φάνταζαν πολύ μακρινά και μυστηριώδη.
Η εξιστόρηση αυτή, μέσα από το αρχείο των Ναυτικών Χρονικών, υπογραμμίζει όχι μόνο τη σταδιακή εμφάνιση όλο και περισσότερων ελληνικών πλοίων στα πέρατα του κόσμου, αλλά και το πώς κάποιες συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις μπορούν να επηρεάσουν την πορεία των ναυλαγορών, προκαλώντας μεγάλες ανακατατάξεις στο διεθνές διά θαλάσσης εμπόριο.
Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στο τολμηρό ταξίδι του «Λεωνίδας II» εδώ.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.