Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Οίκος Χανδρή είχε ήδη μια εδραιωμένη θέση στον κλάδο της διηπειρωτικής επιβατηγού ναυτιλίας, με τη λειτουργία μιας σειράς υπερωκεανίων. Η θέση αυτή ήταν προϊόν προσεκτικού σχεδιασμού αλλά και υπομονής απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό, σε έναν κλάδο με εδραιωμένους επιχειρηματικούς «αντιπάλους».
Τον Ιούλιο του 1967, ο Οίκος των Αφών Χανδρή προχώρησε στην αγορά του «Kenya Castle», πλοίου που είχε ναυπηγηθεί στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας το 1952 για λογαριασμό της Union-Castle Line. Βάσει του αρχικού του σχεδιασμού, το πλοίο χωρούσε περίπου 530 επιβάτες, ενώ διέθετε χώρο φόρτωσης εμπορευμάτων και ειδών ψυγείου, με συνολική χωρητικότητα 17.000 τόνους.
Μετά την αγορά του, το πλοίο, που, σύμφωνα με πληροφορίες των Ναυτικών Χρονικών, κόστισε $300.000, μετονομάστηκε σε «Αμερικανίς» και κατέπλευσε στην Ελλάδα για να μετασκευαστεί. Η αρχική σκέψη της πλοιοκτήτριας εταιρείας ήταν το νέο απόκτημα να μετασκευαστεί και να ξεκινήσει να εξυπηρετεί τη γραμμή Νέας Υόρκης-Ισραήλ, αντικαθιστώντας το «Βασίλισσα Φρειδερίκη», που μέχρι τότε εξυπηρετούσε τη γραμμή από και προς τη Βόρεια Αμερική. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η «μεταμόρφωση» που υπέστη το «Αμερικανίς» υπήρξε μία από τις πιο εντυπωσιακές στην ιστορία των μετασκευών πλοίων.
Τα Ναυτικά Χρονικά, έχοντας πάντοτε στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων τους την καινοτομία που επιδείκνυε η ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, με σειρά δημοσιευμάτων παρακολούθησαν την πορεία του «Αμερικανίς» από την πρώτη στιγμή που αγοράστηκε από τον Οίκο Χανδρή και ξεκίνησε να μετασκευάζεται στο Πέραμα. Η έκταση των εργασιών ήταν τόσο μεγάλη, που στο τεύχος της 1ης Φεβρουαρίου 1968 του περιοδικού αναφέρεται ότι κατά τη μετασκευή του πλοίου απασχολούνταν άμεσα 400 εργάτες στα Ναυπηγεία Περάματος, με αρκετές εκατοντάδες ακόμη εργατικού δυναμικού σε συμπληρωματικές εργασίες. Οι εργασίες για τη μετασκευή και τον εκσυγχρονισμό του νέου ελληνικού υπερωκεανίου υπήρξαν εκτεταμένες και διήρκεσαν από τον Αύγουστο του 1967 έως τον Αύγουστο του 1968, με το συνολικό κόστος να ανέρχεται στο εντυπωσιακό ποσό των $8.000.000.
Τα Ναυτικά Χρονικά, στο τεύχος της 1ης Οκτωβρίου 1968, μετά το παρθενικό ταξίδι του υπερωκεανίου στη Νέα Υόρκη, κατά το οποίο έφερε την ελληνική σημαία, προχώρησαν σε πολυσέλιδο αφιέρωμα με πολλές φωτογραφίες, παρουσιάζοντας το νέο απόκτημα της ελληνικής ναυτιλίας με κάθε επισημότητα και λεπτομέρεια.
Πλέον το «Αμερικανίς» είχε φτάσει τους 20.000 τόνους συνολικής χωρητικότητας, με τους χώρους αποθήκευσης εμπορευμάτων και τα ψυγεία να έχουν μετατραπεί σε καμπίνες, αυξάνοντας τον αριθμό των επιβατών που μπορούσαν να φιλοξενηθούν. Το υπερωκεάνιο μπορούσε να φιλοξενήσει, στα συνολικά εννέα καταστρώματά του, 863 επιβάτες, για την εξυπηρέτηση των οποίων θα απασχολούνταν 145 θαλαμηπόλοι.
Οι καμπίνες των επιβατών παρομοιάστηκαν με πολυτελή διαμερίσματα. Καθένα διέθετε χολ, υπνοδωμάτιο, λουτρό επενδεδυμένο με μάρμαρο, άριστη επίπλωση, τηλέφωνο και άπλετο φυσικό και τεχνητό φωτισμό. Οι επιβάτες είχαν πάντοτε ζεστό νερό, ενώ μπορούσαν να επικοινωνήσουν τηλεφωνικώς με οποιοδήποτε σημείο του κόσμου χάρη στις υπερσύγχρονες, για την εποχή, τηλεπικοινωνιακές εγκαταστάσεις του υπερωκεανίου.
Από τα εννέα καταστρώματα του «Αμερικανίς» ξεχώριζαν το Sun Deck, προορισμένο για τους επιβάτες της Α’ θέσης, και το Athens Deck της τουριστικής θέσης, το οποίο περιβαλλόταν από κατάστρωμα περιπάτου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το «Αμερικανίς» ήταν το πρώτο υπερωκεάνιο που διέθετε τηλεοράσεις σε όλες τις καμπίνες του, δείγμα της πολυτέλειας στην οποία στόχευαν οι Αφοί Χανδρή.
Η μετασκευή του «Αμερικανίς» χαρακτηρίζεται ως σταθμός στην εξέλιξη της ασφάλειας των πλοίων, καθώς είχε εξασφαλιστεί το ανώτατο όριο στεγανότητας του πλοίου σε περίπτωση ατυχήματος. Πέραν των δεκατριών υδατοστεγώς και αυτομάτως κλειουσών θυρών, οι οποίες διαχώριζαν το πλοίο σε ισάριθμα στεγανά και πυρασφαλή διαμερίσματα, είχαν κατασκευαστεί δύο ξεχωριστά στεγανά διαχωρίσματα, τα οποία θα εξασφάλιζαν ότι το πλοίο θα εξακολουθούσε να επιπλέει σε περίπτωση ατυχήματος. Ταυτόχρονα, σε πιθανή πυρκαγιά, η επέκταση της φωτιάς αποκλειόταν, χάρη στην υιοθέτηση των διατάξεων της συμβάσεως SOLAS 1960 και 1966. Ως απόδειξη της ιδιαίτερης μέριμνας για την ασφάλεια του πλοίου, τα Ναυτικά Χρονικά ανέφεραν ότι μόλις δύο πλοία είχαν ενσωματώσει τις συγκεκριμένες διατάξεις: το «Αμερικανίς» και το «Queen Elizabeth II».
Ο υψηλός ανταγωνισμός με τις αεροπορικές εταιρείες οδήγησε στη συρρίκνωση της διηπειρωτικής θαλάσσιας επιβατηγού ναυτιλίας. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, ο Αντώνης Χανδρής αποφάσισε το «Αμερικανίς» να χρησιμοποιηθεί ως κρουαζιερόπλοιο στη Βόρεια Αμερική και στην Καραϊβική. Το υπερωκεάνιο, με το χαρακτηριστικό «Χ» του Οίκου Χανδρή στην τσιμινιέρα του, θα έμενε για πολλά χρόνια σε θαλάσσια υπηρεσία, αποτελώντας ένα από τα πιο δημοφιλή πλοία της περιόδου, δείγμα της ποιότητας της μετασκευής που επιτελέστηκε το 1967-1968.
Μπορείτε να διαβάσετε το πολυσέλιδο αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στο υπερωκεάνιο «Αμερικανίς» εδώ.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.