Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι εταιρείες στον κλάδο της ελληνικής επιβατηγού ναυτιλίας είχαν ως βασική στρατηγική επέκτασης του στόλου τους την αγορά μεταχειρισμένων πλοίων και τη μετασκευή και τον εκσυγχρονισμό τους.
Η απόφαση της εταιρείας των Ελληνικών Μεσογειακών Γραμμών (ΕΛΜΕΣ), στα τέλη του 1970, να ναυπηγήσει ένα νεότευκτο επιβατηγό, και μάλιστα στα ναυπηγεία Περάματος, υποδεικνύει τη θέληση της εταιρείας να στραφεί προς μια στρατηγική επέκτασης αλλά και ανανέωσης. Ταυτόχρονα αποτέλεσε μια κίνηση εμπιστοσύνης προς την ακμαία ναυπηγική βιομηχανία της χώρας.
Η ναυπήγηση του «Aquarius» της ΕΛΜΕΣ ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1970 και ολοκληρώθηκε στα τέλη Μαΐου του 1972. Η τελετή καθέλκυσης του νεότευκτου επιβατηγού έλαβε χώρα στις 15 Σεπτεμβρίου 1971 στα ναυπηγεία Περάματος και τα Ναυτικά Χρονικά στο τεύχος της 1ης Οκτωβρίου του ίδιου έτους έσπευσαν να καλύψουν το σημαντικό γεγονός.
Η ιδιοκτήτρια εταιρεία ανέθεσε τη μελέτη και την επιμέλεια της ναυπήγησης του πλοίου στο τεχνικό γραφείο των Α. Γ. Ερμογένη και Δ. Π. Νέγκα, ενώ η κατασκευή του έγινε υπό την επίβλεψη του αμερικανικού αλλά και του γαλλικού νηογνώμονα. Αξίζει να αναφερθεί ότι, κατά τη διαδικασία σχεδίασης του πλοίου, οι γραμμές του μελετήθηκαν και δοκιμάστηκαν στον Σταθμό Δοκιμών Προτύπων του Αμβούργου. Αποτέλεσμα αυτών των δοκιμών ήταν και η βολβοειδής διαμόρφωση της πλώρης, η οποία εμφανίζεται ιδιαίτερα χαρακτηριστική στις φωτογραφίες από την καθέλκυση του πλοίου.
Το νεότευκτο επιβατηγό είχε, όπως αναφέρει το περιοδικό, «μήκος 335 πόδες και πλάτος 46 πόδες», ενώ η υπηρεσιακή του ταχύτητα ήταν 19 κόμβοι. Το πλοίο σχεδιάστηκε εξαρχής για να παρέχει τη μεγαλύτερη δυνατή άνεση και πολυτέλεια και να μπορεί να είναι συναγωνιστικό στον διεθνή κλάδο του τουρισμού «υψηλής στάθμης», όπως σημειώνει η αρθρογραφία του περιοδικού.
Το «Aquarius» είχε τη δυνατότητα να μεταφέρει τριακόσιους επιβάτες σε δίκλινες καμπίνες, με ιδιαίτερο λουτρό και τουαλέτα. Κάθε καμπίνα είχε αυτόματη τηλεφωνική σύνδεση, μουσική και τηλεόραση. Οι ανέσεις αυτές δεν ήταν συνηθισμένες εκείνη την εποχή. Το πλήρως κλιματιζόμενο πλοίο αναφέρεται ότι είχε πισίνα, ντισκοτέκ, εστιατόριο και λοιπούς πολυτελείς και άνετους κοινόχρηστους χώρους.
Χαρακτηριστικό της προσοχής με την οποία υλοποιήθηκε η ναυπήγηση ήταν η κατασκευή στους χώρους του ναυπηγείου μιας πρότυπης καμπίνας σε φυσικό μέγεθος για την καλύτερη επίλυση όσων προβλημάτων μπορούσαν να προκύψουν κατά την εγκατάστασή της στο πλοίο.
Τα Ναυτικά Χρονικά, όπως είναι λογικό, συνέχισαν να παρακολουθούν την πορεία του πλοίου και της εταιρείας. Σε δημοσίευμα του περιοδικού στις 15 Ιανουαρίου 1972, η αξία για τη ναυπήγηση του «Aquarius» αναφέρεται έως 120 εκατομμύρια δραχμές, ενώ στο τεύχος της 15ης Οκτωβρίου 1973 γίνεται αναφορά στα περιηγητικά δρομολόγια της ΕΛΜΕΣ κατά τη χειμερινή και θερινή περίοδο του 1974. Ως προορισμοί για τον «Υδροχόο» της ΕΛΜΕΣ αναφέρονται τα ελληνικά νησιά, η Χάιφα, η Αλεξάνδρεια, η Έφεσος και η Σμύρνη, με εμφανή διάθεση από την εταιρεία να προσεγγίζει τόπους με ιδιαίτερο τουριστικό και αρχαιολογικό ενδιαφέρον.
Η καθέλκυση του πλοίου, σύμφωνα με τα Ναυτικά Χρονικά, αποτελεί σταθμό μιας δεκαετούς πορείας συνολικής άνθησης της ναυπηγικής βιομηχανίας της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά. Με βάση όσα αναφέρει το περιοδικό, δεν είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η Ελευσίνα χαρακτηριζόταν «ναυπηγοξυλουργείο». Στα χρόνια πριν από την καθέλκυση σημειώθηκε ιδιαίτερη ανάπτυξη σε ό,τι αφορά το μέγεθος των εγκαταστάσεων, την ποιότητα του εξοπλισμού, τις συνθήκες ασφαλείας καθώς και την τεχνογνωσία πίσω από τη μελέτη και την κατασκευή των πλοίων.
Η δήλωση του Α. Ερμογένη ‒εκ των τεχνικών υπευθύνων για τη ναυπήγηση του πλοίου‒ κατά τη διάρκεια της τελετής καθέλκυσης είναι χαρακτηριστική για τις ελπίδες που πάντοτε συνοδεύουν μια καθέλκυση: «Είθε η αρχή αυτή να αποτελέσει υπόδειγμα για τις μελλοντικές ναυπηγικές εργασίες, γιατί πολύ θα ωφεληθεί ο τόπος και ιδιαίτερα η ναυπηγική μας βιομηχανία, που πασχίζει να ανανεώσει τον επιβατηγό και φορτηγό μεσογειακό μας στόλο».
Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στο «Aquarius» εδώ
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.