Με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, που σηματοδοτεί την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Ναυτικά Χρονικά ανατρέχουν στο αρχείο τους για να παρουσιάσουν την ιστορία τού «Πηλεύς», της αιφνιδιαστικής επίθεσης που δέχτηκε από το γερμανικό υποβρύχιο U-852 αλλά και του εγκλήματος πολέμου που επιτελέστηκε στη συνέχεια.
Η Ελλάδα, εισερχόμενη στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων, θα συμμετείχε σε πολυάριθμες εχθροπραξίες. Στο μέτωπο της θάλασσας, η ελληνική εμπορική ναυτιλία, στην προσπάθειά της να συνεισφέρει στον πόλεμο, θα είχε βαρύτατες απώλειες τόσο σε πλοία όσο και σε ναυτικούς.
Από τους πιο επικίνδυνους εχθρούς των ελληνικών πλοίων, και εν γένει για τις συμμαχικές νηοπομπές, ήταν τα γερμανικά υποβρύχια. Η δράση των U-boat, όπως ονομάζονταν, θα συνοδευόταν από τεράστιες απώλειες στα συμμαχικά πλοία, ειδικότερα στο μέτωπο του Ατλαντικού. Η δράση των U-boat ωστόσο δεν θα περιοριζόταν στα ύδατα του Ατλαντικού και η φήμη που τα συνόδευε θα τρομοκρατούσε συμμαχικά πληρώματα σε όλη την υφήλιο.
Ο κίνδυνος από τα γερμανικά υποβρύχια αλλά και οι συχνά οδυνηρές συνέπειες για τα πλοία που έρχονταν αντιμέτωπα με αυτά παρουσιάζονται με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο σε πολλά από τα μεταπολεμικά τεύχη των Ναυτικών Χρονικών. Στο τεύχος της 15ης Σεπτεμβρίου 1945, τα Ναυτικά Χρονικά καταγράφουν τη μαρτυρία του διασωθέντος υποπλοιάρχου Αντωνίου Λιόση για τη βύθιση του ατμόπλοιου «Πηλεύς» στις 13 Μαρτίου 1944.
Το «Πηλεύς» ήταν φορτηγό πλοίο ναυπηγημένο στην Αγγλία το 1928 ως«Egglestone». Το ίδιο έτος αγοράστηκε από τον εφοπλιστή Ηλία Χατζηλία και νηολογήθηκε στη Σύρο, λαμβάνοντας το όνομα του μυθικού βασιλιά των ομηρικών επών.
Την περίοδο ειρήνης που προηγήθηκε του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το «Πηλεύς» θα είχε μια ήρεμη ζωή στις θάλασσες. Ωστόσο, με το ξέσπασμα του πολέμου, το ελληνικό φορτηγό, όπως και πολλά άλλα πλοία, θα ναυλωνόταν από τη βρετανική κυβέρνηση για τις ανάγκες του πολέμου. Προσφέροντας τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον αγώνα εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, το «Πηλεύς» θα ταξίδευε στους ωκεανούς με τις συμμαχικές νηοπομπές, μεταφέροντας πολύτιμα εφόδια. Στις αρχές Μαρτίου του 1944 θα προσέγγιζε τον λιμένα της Φρίταουν στη Σιέρα Λεόνε για να φορτώσει άνθρακα με προορισμό το Μπουένος Άιρες, από όπου έπρεπε να παραλάβει αγροτικά προϊόντα.
Ο πλοίαρχος του «Πηλεύς» ήταν ο πολύπειρος Μηνάς Μαυρής, με καταγωγή από την Κάσο. Οι περισσότεροι αξιωματικοί και ναυτικοί του πλοίου ήταν Έλληνες, με το πλήρωμα να απαρτίζεται επίσης από Βρετανούς, Κινέζους και Αιγυπτίους.
Στις 13 Μαρτίου 1944, στις 07.30 το απόγευμα, το «Πηλεύς» ταξίδευε χωρίς κάποιο εμπόδιο και με μια ηρεμία η οποία δεν προμήνυε την τραγωδία που θα ακολουθούσε. Στη γέφυρα είχε βάρδια ο υποπλοίαρχος Αντώνιος Λιόσης, ο οποίος ξαφνικά παρατήρησε έντρομος τα ίχνη από δύο τορπίλες να διαγράφονται στο νερό. Παρά την εντολή του για αλλαγή κατεύθυνσης του πλοίου και την κρούση του συναγερμού, οι τορπίλες βρήκαν τον στόχο τους και εξερράγησαν, βυθίζοντας το πλοίο σε μόλις δυόμισι λεπτά.
Το πλήρωμα βρέθηκε στο νερό χωρίς να προλάβει να εκπέμψει σήμα κινδύνου και χωρίς να κατεβάσει σωστικές λέμβους στη θάλασσα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του υποπλοιάρχου Λιόση, στο νερό πρέπει να βρίσκονταν 30-35 άνθρωποι, οι οποίοι προσπαθούσαν να επιπλεύσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν. Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποίησαν πρόχειρες σχεδίες, με μόνη βοήθεια το λιγοστό φως από τους λαμπτήρες μπαταρίας όσων είχαν προλάβει να φορέσουν το σωσίβιό τους.
Μέσα από το σκοτάδι ξεπρόβαλε το γερμανικό υποβρύχιο, αιφνιδιάζοντας τους ναυαγούς. Πάνω στην πρώρα του στέκονταν δύο άνδρες, οι οποίοι τους διέταξαν να σβήσουν τα φώτα και ζήτησαν πληροφορίες για το πλοίο και την αποστολή του.
Από τους επιζώντες, ο ανθυποπλοίαρχος Άγις Κεφαλάς, υπό την απειλή όπλων, ανέβηκε στην πρώρα του υποβρυχίου και ανακρίθηκε για μία ώρα, καθ’ όλη τη διάρκεια της οποίας προσπαθούσε να απαντήσει με ασάφειες και γενικότητες. Με την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, το υποβρύχιο απομακρύνθηκε.
Αφού είχε περάσει κάμποση ώρα και οι ναυαγοί είχαν καταφέρει να δέσουν τις σχεδίες τους μεταξύ τους, οι ήχοι των μηχανών του υποβρυχίου θα έσπαγαν τη σιωπή της νύχτας για άλλη μία φορά. Μια φωνή από το υποβρύχιο τους κάλεσε να πλησιάσουν. Μία από τις σχεδίες των ναυαγών πλησίασε προς το μέρος τους, αλλά, αντί για περαιτέρω οδηγίες, ακούστηκαν ριπές από πυροβόλα όπλα. Μέλη του πληρώματος του γερμανικού υποβρυχίου U-852 προσπαθούσαν να εξοντώσουν το πλήρωμα του «Πηλεύς», χρησιμοποιώντας ακόμα και χειροβομβίδες για τον σκοτεινό αυτό σκοπό. Η πράξη αυτή αντέβαινε σε οποιαδήποτε συνθήκη πολέμου και σε κάθε αίσθημα ηθικής.
Το γερμανικό υποβρύχιο U-852 βρισκόταν στην περιοχή υπό άκρα μυστικότητα, ταξιδεύοντας προς τον Ινδικό Ωκεανό, σε μια αποστολή που σκοπό είχε να πλήξει τις θαλάσσιες διαδρομές των συμμαχικών πλοίων. Ο κυβερνήτης του υποβρυχίου Heinz-Wilhelm Eck, εντοπίζοντας το «Πηλεύς», δεν δίστασε να διακινδυνεύσει την αποστολή του προκειμένου να βυθίσει το ελληνικό πλοίο. Αντιλαμβανόμενος όμως ότι οι ναυτικοί που είχαν επιβιώσει αλλά και τα υπολείμματα του πλοίου που δεν είχαν βυθιστεί θα μαρτυρούσαν την παρουσία ενός γερμανικού υποβρυχίου στην περιοχή, έλαβε την απόφαση να επιτεθεί στους ανυπεράσπιστους διασωθέντες.
Με μεγάλη συγκίνηση και συναισθηματική ταραχή, ο υποπλοίαρχος Λιόσης περιγράφει πώς, τραυματισμένος από θραύσματα χειροβομβίδας, παρέμεινε ακίνητος στη σχεδία του, περιτριγυρισμένος από τους νεκρούς συντρόφους του. Οι Γερμανοί με έναν προβολέα προσπαθούσαν να διακρίνουν εάν κάποιος είχε επιβιώσει. Κάποιοι σκόρπιοι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν, μέχρι που έπεσε απόλυτη σιγή. Το έγκλημα πολέμου είχε ολοκληρωθεί. Ο Αντώνιος Λιόσης δεν ήταν ο μοναδικός που επιβίωσε. Των γερμανικών σφαιρών γλίτωσαν ακόμα δύο ναυτικοί και ο ανθυποπλοίαρχος Κεφαλάς, ο οποίος ωστόσο ήταν βαριά τραυματισμένος και θα έχανε τη ζωή του λίγες ημέρες μετά.
Η περιπλάνηση των ναυαγών στον ωκεανό κράτησε πάνω από έναν μήνα. Μετά από 38 βασανιστικές ημέρες, με ελάχιστο φαγητό και νερό, οι εξουθενωμένοι επιζώντες αντίκρισαν ένα πλοίο από μακριά. Πράγματι, το ‒ουδέτερο στον πόλεμο‒ πορτογαλικό πλοίο «Alexandre Silva» τους διέσωσε και τους μετέφερε στο Λομπίτο της Αγκόλας, όπου τους παρασχέθηκε νοσοκομειακή φροντίδα, και κατόπιν μεταφέρθηκαν στο Κέιπ Τάουν. Εκεί, στην ελληνική εκκλησία της πόλης, τελέστηκε το μνημόσυνο των αδικοχαμένων ναυτικών του «Πηλεύς», όπου όλη η ελληνική παροικία σκέπασε το κενοτάφιό τους με στεφάνια και λουλούδια.
Η αποτρόπαια αυτή πράξη δεν θα έμενε ατιμώρητη. Μετά τη διάσωση των τριών επιζώντων, η επίθεση στο «Πηλεύς» έγινε γνωστή και καταγράφηκε η μαρτυρία αυτών που είχαν επιβιώσει. Στις 2 Μαΐου 1944, το U-852 θα δεχόταν επίθεση από τη βρετανική αεροπορία, όταν και αναγκάστηκε να προσαράξει στις σομαλικές ακτές, όπου το πλήρωμα του γερμανικού υποβρυχίου αιχμαλωτίστηκε. Χάρη στις μαρτυρίες των επιζώντων αλλά και στο ημερολόγιο του U-852, το οποίο διασώθηκε ανέπαφο, οι υπαίτιοι του εγκλήματος οδηγήθηκαν σε στρατιωτικό δικαστήριο μετά τη λήξη του πολέμου. Τον Οκτώβριο του 1945, πέντε μέλη του πληρώματος καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου, με τρεις από αυτούς ‒συμπεριλαμβανομένου και του κυβερνήτη Eck‒ να καταδικάζονται σε θάνατο. Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου έμελλε να είναι η μοναδική περίπτωση όπου πλήρωμα U-boat καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η ομαδική δολοφονία άοπλων ναυαγών στον ωκεανό, όπως την περιέγραψε ο υποπλοίαρχος Λιόσης στον Π. Τζουνάκο, υπεύθυνο ύλης των Ναυτικών Χρονικών, συγκλονίζει τον σύγχρονο αναγνώστη και ρίχνει φως στον απρόσμενο κίνδυνο που διέτρεχαν μαχόμενοι με τον δικό τους τρόπο για τα ιδανικά της ελευθερίας απέναντι σε έναν αφανή και πολλές φορές αδίστακτο αντίπαλο. Η μάχη στους ωκεανούς, αν και ίσως λιγότερο προβεβλημένη από τις μεγάλες επιχειρήσεις και εκστρατείες στα θέατρα του πολέμου στην ξηρά, αποτέλεσε ένα σημαντικό κεφάλαιο θυσίας των ναυτιλλομένων Ελλήνων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερες λεπτομέρειες για τη βύθιση του «Πηλεύς» ακολουθώντας τον παρακάτω σύνδεσμο:
https://archive.naftikachronika.gr/issue1945-i466/page-10/
«Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου».