Μια νέα έκθεση που δημοσιεύτηκε από το Tyndall Centre του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ υπογραμμίζει τον σημαντικό ρόλο της ναυτιλιακής βιομηχανίας για τη μεταφορά πράσινων καυσίμων, απαραίτητων για την επίτευξη των κλιματικών στόχων.
Την ίδια ώρα, ωστόσο, αποτυπώνει ένα χάσμα μεταξύ των ανακοινωθέντων προγραμμάτων των κυβερνήσεων και των απαιτούμενων, κάνοντας λόγο για τη δημιουργία ισχυρότερων εθνικών πολιτικών για τα καύσιμα χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Οι συγγραφείς του Shipping’s Role in the Global Energy Transition αναγνωρίζουν την πρόοδο αναφορικά με το χαμηλών εκπομπών υδρογόνο και τη βιοενέργεια για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Πάντως, η έλλειψη πολιτικών που θα εγγυώνται προκαθορισμένες τιμές καυσίμων για παραγωγούς και καταναλωτές αποτελεί κατασταλτικό παράγοντα για νέες επενδύσεις σε ναυτιλιακές υποδομές κατάλληλες για την παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση.
Στην έκθεση σημειώνεται ότι για την πράσινη μετάβαση του πλανήτη απαιτούνται 50-150 εκατ. τόνοι υδρογόνου έως το 2030, ωστόσο τα projects που έχουν δρομολογηθεί θα παραγάγουν μόλις 24 εκατ. τόνους έως το 2030. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι μόλις το 4% αυτών των projects έχουν λάβει Τελική Επενδυτική Απόφαση.
Σύμφωνα με την έκθεση, η θαλάσσια μεταφορά αμμωνίας και βιοενέργειας τις επόμενες δεκαετίες θα βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με αυτήν άνθρακα και αερίου που καταγράφεται σήμερα. Ωστόσο θα απαιτούνται είκοσι μεγάλα πλοία μεταφοράς αμμωνίας ανά έτος, τα οποία ουσιαστικά θα συνδέουν τους παραγωγούς και τους καταναλωτές πράσινης αμμωνίας. Με βάση τον χρονικό ορίζοντα δύο ετών που χρειάζονται για την κατασκευή πλοίων, εκπρόσωποι της ναυτιλιακής κοινότητας επισημαίνουν ότι απαιτείται συγκεκριμένο πλαίσιο παραγωγής υδρογόνου άμεσα, προκειμένου να δικαιολογηθούν επενδύσεις σε νέες υποδομές.
Πηγή: Ναυτικά Χρονικά