Στις 23 Απριλίου 1938 καθελκύστηκε το δεξαμενόπλοιο «Άριστον» στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας. Κατασκευάστηκε στα ναυπηγεία Götaverken για λογαριασμό του Αριστοτέλη Ωνάση. Το «Άριστον» αποτέλεσε το πρώτο δεξαμενόπλοιο στη διαχείριση του θρυλικού Έλληνα εφοπλιστή, ενώ η ευρεία για τα δεδομένα της εποχής χωρητικότητα του πλοίου των 15.000 dwt το κατέστησε ένα από τα μεγαλύτερα πλοία μεταφοράς πετρελαίου στον κόσμο. Ταυτόχρονα, το «Άριστον» υπήρξε και το πρώτο νεότευκτο πλοίο της ελληνόκτητης ναυτιλίας το οποίο αξιοποιούσε ντίζελ για την πρόωσή του.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ξεκίνησε την πορεία του στο διεθνές ναυτιλιακό επιχειρείν στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όντας εγκατεστημένος στο Μπουένος Άιρες. Μέσα σε πολύ λίγα χρόνια και έως το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατόρθωσε να αγοράσει τα πρώτα του ατμόπλοια, δημιουργώντας έναν υπολογίσιμο στόλο εμπορικών πλοίων.
Από τα πρώτα του βήματα ακόμη στον θαλάσσιο στίβο θα προέβλεπε τη σημασία των δεξαμενόπλοιων για την παγκόσμια οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από τη δεκαετία του 1930 θα επένδυε στη ναυπήγηση δεξαμενόπλοιων στη Σουηδία, θέλοντας να εισέλθει δυναμικά στη συγκεκριμένη αγορά. Το πρώτο νεότευκτο της επενδυτικής αυτής πρωτοβουλίας ήταν το «Άριστον».
Όντας από τα πρώτα του βήματα διορατικός επιχειρηματίας, ο Ωνάσης είχε συνειδητοποιήσει τη σημασία και τη χρησιμότητα των οικονομιών κλίμακας. Υπό αυτό το πρίσμα, το «Άριστον» σχεδιάστηκε με χωρητικότητα 15.000 dwt, αριθμός που για την εποχή αποτελούσε ρεκόρ, με σκοπό την εκμετάλλευση της μεταφοράς πολλαπλάσιων τόνων από ό,τι ήταν συνηθισμένο εκείνη την εποχή.
Το «Άριστον» όπως παρουσιάστηκε στο τεύχος της 1ης Αυγούστου 1938 των Ναυτικών Χρονικών
Τα Ναυτικά Χρονικά, αναγνωρίζοντας την καινοτόμο αυτή ναυπήγηση, θα ανέφεραν αρκετές φορές το «Άριστον» στα τεύχη του περιοδικού, προσπαθώντας να αντλήσουν όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσαν για το νεότευκτο δεξαμενόπλοιο του Οίκου Ωνάση. Όπως αναφέρει το περιοδικό στο τεύχος της 1ης Σεπτεμβρίου 1938, το «νεοναυπήγητον σκάφος του κ. Ωνάση είναι ένα εκ των τελειότερων στο είδος τους». Το «Άριστον» θα έφερε αρχικώς τη σουηδική σημαία και θα λειτουργούσε με σουηδικό πλήρωμα, καθώς τα προηγμένα τεχνικά χαρακτηριστικά του πλοίου, όπως η μηχανή εσωτερικής καύσης, απαιτούσαν τεχνογνωσία και εξειδίκευση που εκείνη την εποχή τα ελληνικά πληρώματα δεν διέθεταν.
Το πρώτο ταξίδι του νεότευκτου δεξαμενόπλοιου πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουνίου 1938, από το Γκέτεμποργκ προς τον λιμένα του San Pedro στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ. Από εκεί, σύμφωνα με τη στήλη «Τα φορτηγά μας ανά την υδρόγειον», θα μετέβαινε στο Σαν Φρανσίσκο και στις 14 Ιουλίου του ίδιου έτους θα έπλεε προς το Kawasaki της Ιαπωνίας.
Η εξαιρετική απόδοση του πλοίου οδήγησε τον Αριστοτέλη Ωνάση σε περαιτέρω επενδύσεις σε νεότευκτα: Στο τεύχος της 1ης Ιανουαρίου 1940, τα Ναυτικά Χρονικά αναφέρουν ότι βρίσκεται «υπό συμπλήρωσιν» στη Σουηδία το επίσης ντιζελοκίνητο δεξαμενόπλοιο «Αριστοφάνης», χωρητικότητας 15.500 dwt.
Η υψηλή ποιότητα κατασκευής αλλά και η εξαιρετική συντήρηση του πλοίου μαρτυρούνται και από το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών του τεύχους της 15ης Ιανουαρίου 1967. Στις σελίδες του περιοδικού όπου παρουσιάζονται οι επτά μεγαλύτεροι ελληνικοί εφοπλιστικοί οίκοι, στη λίστα των 55 πλοίων που απάρτιζαν τον στόλο δεξαμενόπλοιων του Αριστοτέλη Ωνάση συμπεριλαμβάνεται το «Άριστον». Το πρώτο δεξαμενόπλοιο υπό τη διαχείριση του Αριστοτέλη Ωνάση θα παρέμενε σε «θαλάσσια υπηρεσία» μέχρι το 1972, όταν και πωλήθηκε προς διάλυση στην Ταϊβάν.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, από τις αρχές της καριέρας του στο ναυτιλιακό επιχειρείν, είχε συνδέσει το όνομά του τόσο με τη διαχείριση δεξαμενόπλοιων όσο και με τις σχεδιαστικές καινοτομίες για τον «γιγαντισμό» των πλοίων μεταφοράς πετρελαίου. Το «Άριστον» συμπλήρωσε 35 χρόνια στις θάλασσες και στους ωκεανούς της γης, αποτελώντας σύμβολο και για τα δύο αυτά χαρακτηριστικά του σπουδαίου Έλληνα εφοπλιστή.
Πληροφορίες για τη συγγραφή του άρθρου αντλήθηκαν από το αρχείο τευχών των Ναυτικών Χρονικών με αφιερώματα στο «Άριστον» του Οίκου Ωνάση.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.