Στις 12 Μαΐου 1975, το επιβατηγό/οχηματαγωγό «Κασταλία», ιδιοκτησίας των Ελληνικών Μεσογειακών Γραμμών, ξεκίνησε από τη Μασσαλία για το πρώτο του δρομολόγιο με τελικό προορισμό τη Χάιφα και ενδιάμεσους σταθμούς το Λιβόρνο, τη Νάπολη, τον Πειραιά, τη Ρόδο και το Ηράκλειο. Το νεότευκτο της ΕΛΜΕΣ αποτέλεσε εκείνη την περίοδο το μεγαλύτερο επιβατηγό πλοίο που είχε ναυπηγηθεί ποτέ στην Ελλάδα.
Το «Κασταλία» ναυπηγήθηκε από την εταιρεία Επισκευαστική Βάσις Κυνοσούρας Α.Ν.Β.Ε., με τη μελέτη της ναυπήγησης να πραγματοποιείται από το τεχνικό γραφείο των Α. Ερμογένη και Δ. Νέγκα. Η κατασκευή του πλοίου ξεκίνησε το 1972 και συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του 1973. Στις 10 Ιανουαρίου 1974 πραγματοποιήθηκε η καθέλκυσή του, ενώ, λόγω των εκτεταμένων εργασιών για τη δημιουργία των πολυτελών χώρων ενδιαίτησης των επιβατών, η παραλαβή του πλοίου έγινε την άνοιξη του 1975.
Την αναγγελία της ναυπήγησης ακολούθησε σημαντικός αριθμός δημοσιευμάτων εκ μέρους των Ναυτικών Χρονικών. Την περίοδο 1972-1975, το περιοδικό παρακολούθησε την πορεία κατασκευής του «Κασταλία», φέρνοντας στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος λεπτομέρειες της ναυπήγησης αλλά και τα χαρακτηριστικά τού υπό κατασκευή πλοίου.
Στο τεύχος της 1ης Ιουνίου 1975, τα Ναυτικά Χρονικά προχώρησαν στη δημοσίευση ενός δισέλιδου αφιερώματος για το «Κασταλία», παρουσιάζοντας το νεότευκτο στο αναγνωστικό κοινό, με αφορμή τον πρώτο του πλου.
Το νεότευκτο της ΕΛΜΕΣ υπήρξε το δεύτερο πλοίο της εταιρείας που ναυπηγήθηκε εξ ολοκλήρου στην Ελλάδα, μετά την κατασκευή του «Aquarius». Το πλοίο αρχικά σχεδιάστηκε για να δρομολογηθεί στη γραμμή Πάτρας-Μπρίντιζι, στην οποία βρίσκονταν ήδη τα «Εγνατία» και «Ποσειδωνία». Αργότερα, όμως, και κατά τη διάρκεια της κατασκευής του πλοίου, αποφασίστηκε να τροποποιηθούν τα αρχικά σχέδια για τους χώρους ενδιαίτησης του πλοίου, ώστε εκείνο να εκτελεί «πολυτελείς περιηγητικούς πλόας» και όχι ημερήσια δρομολόγια. Ωστόσο διατηρήθηκε η ευελιξία σε ό,τι αφορούσε τη μεταφορά οχημάτων και φορτίου.
Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ του περιοδικού, πριν από την έναρξη της ναυπήγησης, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες μελέτες και δοκιμές στον σταθμό Δοκιμών Προτύπων του Αμβούργου, προκειμένου να διερευνηθούν τα υδροδυναμικά χαρακτηριστικά της γάστρας του πλοίου.
Το «Κασταλία» είχε τη δυνατότητα μεταφοράς μόλις 380 επιβατών, για τους οποίους υπήρχαν άνετες μονόκλινες ή δίκλινες καμπίνες. Ένα ολόκληρο κατάστρωμα διατέθηκε για τους κοινόχρηστους χώρους των επιβατών και περιλάμβανε σαλόνι στην πρώρα του πλοίου με ορχήστρα και μπαρ, τραπεζαρία, πρυμναίο σαλόνι με μπαρ, το οποίο επικοινωνούσε με την πισίνα του πλοίου. Το πλοίο διέθετε επίσης ντισκοτέκ, κατάστρωμα ηλιοθεραπείας και κατάστημα πολυτελών ειδών. Τον διάκοσμο των εσωτερικών χώρων είχε επιμεληθεί ο γνωστός Ιταλός σχεδιαστής Arminio Lozzi, ενώ όλοι οι χώροι των επιβατών και του πληρώματος ήταν πλήρως κλιματιζόμενοι.
Το ολικό μήκος του πλοίου ήταν 132 μ. και το μέγιστο πλάτος 19,8 μ. Το «Κασταλία» για την πρόωσή του ήταν εφοδιασμένο με δύο πετρελαιοκινητήρες τύπου MAK 8MU551 AK, οι οποίοι απέδιδαν 4.000 ίππους έκαστος. Χάρη στην εγκατάσταση αυτή, το πλοίο πετύχαινε την προσδοκώμενη ταχύτητα των 18 κόμβων που είχε υπολογιστεί πριν από τη ναυπήγηση.
Το γκαράζ του πλοίου είχε ύψος 4,2 μ. και μπορούσε να μεταφέρει είτε 220 ΙΧ είτε συνδυασμό 50 ΙΧ και 46 φορτηγών. Μάλιστα, στην περίπτωση που απαιτούνταν η στοιβασία εμπορευματοκιβωτίων, υπήρχε η δυνατότητα μεταφοράς 70 containers των 20 ποδών.
Το «Κασταλία» διέθετε σύστημα αυτόματης πυρόσβεσης, ενώ ήταν εφοδιασμένο και με ειδικό σύστημα ανίχνευσης και μέτρησης των επιπέδων μονοξειδίου του άνθρακα στο γκαράζ.
Η καταληκτική παράγραφος του αφιερώματος των Ναυτικών Χρονικών είναι ενδεικτική των αισθημάτων που δημιούργησε η ναυπήγηση του πλοίου στην ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα:
«Πρέπει να σημειωθεί ότι πρόκειται δι’ εν υπερσύγχρονον, πολυτελές, άνετον και σύμφωνον με τας τελευταίας απαιτήσεις των Κανονισμών Ασφαλείας σκάφος, διά το οποίον δικαίως πρέπει να υπερηφανεύεται η πλοιοκτήτρια εταιρεία, οι ναυπηγοί-μελετηταί του και το εις την ναυπήγησιν και εξοπλισμόν απασχοληθέν εργατοτεχνικόν προσωπικόν».
Το «Κασταλία», εντός των επόμενων ετών, θα δρομολογούνταν εν τέλει στην γραμμή Ελλάδας-Ιταλίας από την ΕΛΜΕΣ. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε μεταγενέστερο δημοσίευμα των Ναυτικών Χρονικών, στο τεύχος της 1ης Ιουλίου 1980, το περιοδικό περιέγραφε ακόμη το «Κασταλία» ως το «μεγαλύτερον και πολυτελέστερον πλοίο που ναυπηγήθηκε εις την Ελλάδα», δείγμα της ποιότητας της κατασκευής αλλά και των προσφερόμενων υπηρεσιών του. Το πλοίο παρέμεινε υπό τη διαχείριση της ΕΛΜΕΣ μέχρι και το 1988, οπότε πωλήθηκε στη Stena Gulf Line.
Από τη στιγμή της ολοκλήρωσης της κατασκευής του, το «Κασταλία» αποτέλεσε μια ποιοτική προσθήκη στον στόλο της ΕΛΜΕΣ, ενώ συνιστά ιστορικά ένα ακόμα παράδειγμα της αξιοσημείωτης δραστηριότητας στην κατασκευή επιβατηγών πλοίων που καταγράφηκε στην Ελλάδα κατά τις αρχές και τα μέσα του 1970. Μάλιστα, ο σχεδιασμός του πλοίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ιδιαίτερα επιτυχής, καθώς οι ίδιες ναυπηγικές γραμμές διατηρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και για την κατασκευή του «Λήμνος» του Οίκου Νομικού.
Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στο «Κασταλία» εδώ.
Η ψηφιοποίηση του αρχείου των τευχών από το 1931 έως το 1983 είναι μια ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Ευγενίδου, στη μνήμη της Μαριάνθης Σίμου.