Απόσπασμα από τη συνέντευξη της Άννας- Μαρίας Παπακοσμοπούλου, Υποπλοίαρχο ΕΝ, Maran Gas Maritime Inc., στο περιοδικό Ναυτικά Χρονικά,Δεκέμβριος 2016, 48- 49
Ε: Τι θα συμβούλευες μια γυναίκα που σκέφτεται να εισέλθει σε μια Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού;
A: Αν μια κοπέλα στα δεκαοχτώ της χρόνια αποφάσιζε να δώσει εξετάσεις και να μπει σε μια Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού, η συμβουλή που θα της έδινα θα ήταν να μην το κάνει για τις χρηματικές απολαβές. Δεν είναι αυτός ικανός λόγος για να επιλέξεις ένα επάγγελμα που θα το κάνεις όλη σου τη ζωή. Θα πρέπει να το θέλει η ίδια πολύ.
Ε: Υπάρχει η πεποίθηση πως οι γυναίκες που σταδιοδρομούν στο Εμπορικό Ναυτικό εγκαταλείπουν σύντομα το επάγγελμα. Αυτή η άποψη είναι βάσιμη;
A: Η αλήθεια είναι ότι έχω συναντήσει αρκετές γυναίκες που επέλεξαν το ναυτικό επάγγελμα και ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους στη θάλασσα, αλλά εν τέλει επέλεξαν να αποσυρθούν. Η καθεμία για δικούς της λόγους. Βέβαια, το ίδιο έχω δει να συμβαίνει και με τους άντρες. Δεν υπάρχει κάποιος κανόνας σε αυτό. Πρόκειται για καθαρά προσωπική επιλογή, που έχει να κάνει με τις προτεραιότητες που έχει ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του και το τι θέλει να πετύχει κάθε στιγμή. Για παράδειγμα, ένας άντρας μπορεί να φτάσει στον βαθμό του υποπλοιάρχου ή του καπετάνιου, του δεύτερου ή του πρώτου μηχανικού, και να πει: «Δεν θέλω άλλο. Θα πάω στο γραφείο». Αυτές είναι αποφάσεις που ο καθένας λαμβάνει κατά το δοκούν και σε καμία περίπτωση δεν έχουν να κάνουν με το φύλο.
Ε: Πώς αντιδρούν οι φίλοι σας και οι άνθρωποι που σας γνωρίζουν όταν τους αναφέρετε πως είστε ναυτικός;
A: Είναι λίγο περίεργο. Οι δικοί μου (φίλοι και οικογένεια) το ξέρουν πλέον, οπότε δεν τους κάνει καμία εντύπωση. Ίσως η ερώτηση που δέχομαι πιο συχνά είναι το «πότε φεύγεις;». Από την άλλη, οι άνθρωποι που γνωρίζω και τους λέω ότι είμαι υποπλοίαρχος βιώνουν μια έκπληξη.
Απόσπασμα από τη συνέντευξη της Χρυσής Κολοκούτσα, με τίτλο «Αλλαγή νοοτροπίας για τη θέση της γυναίκας στα ναυτικά θαλάσσια επαγγέλματα», Ναυτικά Χρονικά,Απρίλιος 2017, 58
E: Ποιος θεωρείτε ότι είναι ο ρόλος της μητέρας και της συζύγου ή της συντρόφου ενός νέου ως προς την επιλογή του ναυτικού επαγγέλματος; Θεωρείτε ότι ισχύει ακόμα η προκατάληψη ότι η Ελληνίδα μητέρα ή σύντροφος στέκεται αρνητικά στην επιλογή ενός νέου να ακολουθήσει το ναυτικό επάγγελμα;
A: Ασφαλώς δεν έχουν υποχωρήσει όσο θα έπρεπε οι προκαταλήψεις και τα εμπόδια που ορθώνονται από το οικογενειακό περιβάλλον στους νέους που επιθυμούν να γίνουν ναυτικοί. Άλλωστε, γενικότερα στην κοινωνία μας δεν έχουν αλλάξει πλήρως οι δημοσιοϋπαλληλικές νοοτροπίες της περιόδου της επίπλαστης ευμάρειας που πληρώνει εδώ και 7 χρόνια ο λαός μας.
Η ανάγκη θα κάνει τον καθένα να καταλάβει πως από το κατώτατο μισθό των 486 ευρώ των σπάνιων -πλέον- θέσεων εργασίας της ξηράς είναι προτιμότερος ο πολλαπλάσιος μισθός που προσφέρει η ναυτοσύνη, το ναυτικο επαγγελμα. Στο μισθολογικό, όμως, τελειώνουν οι ομοιότητες με τη στεριά. Ο μέσος αναγνώστης οφείλει να κατανοήσει πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ναυτικών δεν έχει σχέση με τα κρουαζιερόπλοια των τηλεοπτικών σειρών. Οι άνθρωποι της ποντοπόρου ναυτιλίας δεν ζούμε στο «πλοίο της αγάπης» αλλά εργαζόμαστε σε δεξαμενόπλοια και φορτηγά και σε κάθε μπάρκο δοκιμάζεται κάθε ικανότητά μας, η ευθυκρισία μας και η αντοχή μας στις αντιξοότητες, όπως η μοναξιά, η ιδρυματοποίηση και η έλλειψη βασικών αγαθών και ανέσεων.
Όσα λόγια και να χρησιμοποιήσω, ο μέσος αναγνώστης δεν θα καταλάβει “τί εστί θάλασσα” αν δεν τη ζήσει ο ίδιος επί μήνες. Κρατείστε μόνο το ότι ο υψηλός μισθός που φαίνεται στους στεριανούς ότι κερδίζουμε, αποκτιέται με άπειρες προσωπικές θυσίες, κόπο, διαρκή εκπαίδευση και δύσκολη οικογενειακή ζωή.
Ε: Αρκετές εταιρείες δεν επιθυμούν να ‘επενδύσουν’ σε μια νέα δόκιμο επειδή θεωρούν ότι αργά ή γρήγορα θα εγκαταλείψει το ναυτικό επάγγελμα. Πώς αντιμετωπίζετε αυτήν την άποψη;
A: Η κατάσταση που περιγράφετε, είναι απότοκος των παρωχημένων αρνητικών στάσεων της κοινωνίας απέναντι στη ναυτιλία, τις οποίες ανέφερα προηγουμένως.
Η υιοθέτηση νέων, σύγχρονων αντιλήψεων στα θέματα αυτά αφορά και τις ναυτιλιακές εταιρείες -αν και εκεί μπορώ να πω βάσει της εμπειρίας μου στην εταιρεία στην οποία εργάζομαι, ότι τα πράγματα προχωρούν προς θετική κατεύθυνση με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ότι στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία.
Αισιοδοξώ ότι ακόμη και οι πλέον επιφυλακτικές εταιρείες θα κατανοήσουν σύντομα, πως από τις γυναίκες ναυτικούς έχουν πολύ περισσότερα να αποκομίσουν απ’ ό,τι θα «επενδύσουν». Άλλωστε, το κέρδος προϋποθέτει την επένδυση και η μακραίωνη ναυτική παράδοση της χώρας μας έχει δείξει πως ιστορικά κανείς απ’ όσους επένδυσαν στην ελληνική ναυτοσύνη δεν έχει βγει χαμένος.
E: Μια από τις πρώτες Ελληνίδες καπετάνισσες είχε κάποτε εξομολογηθεί ότι είναι έως αδύνατον για μια γυναίκα ναυτικό να δημιουργήσει οικογένεια. Θεωρείτε ότι ισχύει ακόμα και σήμερα η παρατήρηση αυτή;
A: Η διεθνής εμπειρία έχει καταδείξει τα τελευταία χρόνια πως ό,τι ισχύει για τους άνδρες ναυτικούς στο θέμα της οικογένειας, ισχύει εν πολλοίς και για τις γυναίκες ναυτικούς με εξαίρεση τις βιολογικές ιδιαιτερότητες του φύλου μας, όπως η περίοδος της κυήσεως.
Επομένως, πρακτικά δεν υπάρχει πια το ανέφικτο, δεν υφίσταται το «δεν μπορώ» αλλά το «δεν θέλω», που υπορκύπτεται συνήθως κάτω από διάφορες προφάσεις.
Στο παρελθόν στη χώρα μας, έως και πριν από λιγότερο από 50 χρόνια, ολόκληρες γενιές παιδιών μεγάλωναν με συνεχή απουσία του ενός γονέα λόγω πολέμων, μαζικών μεταναστεύσεων, φτώχειας και όχι μόνο λόγω απουσίας του πατέρα ναυτικού σε μπάρκα στις θάλασσες. «Στην ανάγκη και οι θεοί πείθονται» έλεγαν κάποτε, οπότε αν στη σημερινή εποχή της κρίσης τα εισοδήματα μιας γυναίκας ναυτικού εξασφαλίζουν στο παιδί της μία αξιοπρεπή διαβίωση και σπουδές με προοπτικές, γιατί η απουσία που συνεπάγεται το επάγγελμά της να την αποτρέψουν να κάνει οικογένεια;
Άρθρο της Άννας Κουτσαντωνάκη, Απόφοιτης Σπουδάστριας της ΑΕΝ Οινουσσών
Ακόμα θυμάμαι εκείνη την ημέρα που πήρα την απόφαση να ακολουθήσω το επάγγελμα του ναυτικού. Ήταν μια απόφαση που ερχόταν σε αντίθεση με όσα έλεγα μέχρι τότε ότι θα κάνω στην ζωή μου. Όμως, μόλις άρχισα να ανακαλύπτω τον κόσμο του ναυτικού επαγγέλματος είπα στον εαυτό μου «αυτό θα κάνω!». Ήταν μια απόφαση την οποία κανείς από τον περίγυρο μου δεν περίμενε να πάρω, καθώς κανένας από την οικογένεια μου δεν ασχολείται επαγγελματικά με τη ναυτιλία.
Μεγαλωμένη, όμως, σε νησί με μεγάλη αγάπη και σεβασμό προς την θάλασσα το πήρα τελικά απόφαση «θα γίνω ναυτικός», κι έτσι και έγινε. Οι γονείς μου με στήριξαν σε αυτή μου την επιλογή αν και ήξεραν, όπως άλλωστε κι εγώ, πόσο δύσκολη θα ήταν η συνέχεια. Από όλους άκουγα μια φράση «οι γυναίκες δεν είναι για βαπόρια». Και αυτό σίγουρα με επηρέασε και με έκανε να πεισμώσω και να προσπαθήσω περισσότερο για να επιτύχω το στόχο μου.
Τον Αύγουστο του 2011 πήρα την πολυπόθητη απάντηση για την εισαγωγή μου στις Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού. Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμεικτα. Από τη μία αισθανόμουν χαρά καθώς είχα πετύχει τον πρώτο μου στόχο και από την άλλη αισθανόμουν και τον φόβο για το άγνωστο. «Και τώρα τί;» αναρωτιόμουν.
Αλλά η πραγματικότητα με προσγείωσε μια και σύντομα ξεκίνησε η αναζήτηση για την πολυπόθητη θέση σε κάποιο βαπόρι. Οι απαντήσεις των εταιρειών ήταν απογοητευτικές και οι αρνήσεις τους έφταναν η μια πίσω από την άλλη. Η πλέον συχνή απάντηση που λάμβανα από τις εταιρείες ήταν ότι «δεν προσλαμβάνουμε κοπέλες».
Το άγχος και η απογοήτευση με είχαν κυριεύσει. Όλα μου φαίνονταν μάταια και έμοιαζε να απομακρύνομαι ολοένα και περισσότερο από το στόχο μου. Πολλές φορές σκέφτηκα να τα παρατήσω. Όμως, οι δυσκολίες με πείσμωναν περισσότερο και έλεγα μέσα μου για να πάρω κουράγιο και να συνεχίσω ότι «θα τα καταφέρω».
Μπορεί να έχασα έναν χρόνο αλλά τελικά κατάφερα και βρήκα μπάρκο. Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου στο βαπόρι και σκέφτηκα όλο το τρέξιμο, την αγωνία και το χαμένο χρόνο πήρα μια βαθιά ανάσα ανακούφισης.
Σήμερα, σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά, διανύοντας το τελευταίο εξάμηνο της Ακαδημίας θυμάμαι εκείνες τις στιγμές, σκέφτομαι το άγχος, τον φόβο και την ανασφάλεια που ένοιωθα και πλέον όλα αυτά μου φαίνονται τόσο μακρινά.
Αν κάποιος με ρωτούσε σήμερα εάν τελικά άξιζε τον κόπο η προσπάθεια η απάντησή μου θα ήταν «ναι».
Μπορεί ακόμα να βρίσκομαι στο πρώτο σκαλοπάτι, αλλά ελπίζω να συνεχίσω σε αυτό το επάγγελμα. Ελπίζω κάποια στιγμή αυτή η αρνητική αντιμετώπιση προς τις κοπέλες να σταματήσει και να μας αντιμετωπίζουν ισότιμα με τους άνδρες σπουδαστές και ναυτικούς για να μπορούμε να συνεχίζουμε με επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια σε ένα τόσο απαιτητικό και ταυτόχρονα τόσο όμορφο επάγγελμα.
Άρθρο της Ελένης Λυκοφρίδη, Απόφοιτης Σπουδάστριας της ΑΕΝ Κρήτης
Την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου σε καράβι, δεν τη θυμάμαι. Ασαραντάριστο μωρό ακόμη, μπήκα σε γνωστό αιωνόβιο -όπως τα λέω εγώ αυτά της ακτοπλοΐας- πλοίο σαν επιβάτης. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ποτέ την δίψα να γίνω ναυτικός. Βέβαια, μεγαλωμένη σε ψαροχώρι, έχω συνηθίσει να ξυπνάω και να κοιμάμαι με μια αμυδρή μυρωδιά ιωδίου στην ατμόσφαιρα. Με αυτή την υγρασία που σου τρώει τα κόκκαλα και με αυτή την ασφάλεια που σου προσφέρει η θέα της θάλασσας, που, αν σε πάνε σε βουνό, θαρρείς και είσαι φυλακισμένος!
Η επιλογή της Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού για εμένα, ήταν συνειδητή. Εκεί γύρω στα 15 μου αποφάσισα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. ‘Θα γίνω ναυτικός, θα ταξιδεύω, θα είμαι ανεξάρτητη και θα γνωρίσω όλο τον κόσμο.’ Σύσσωμος ο περίγυρος έπεσε να με μεταπείσει! Όχι όμως οι γονείς μου. Εκείνοι με στήριξαν. Η μόνη κουβέντα που άκουγα από όλους τους άλλους ήταν: θα αντέξεις; Πόσο εκνευριζόμουν, πόσο πείσμωνα! Πόση δύναμη μου έδωσε η δυσπιστία τους! Δεν απαντούσα ποτέ. Χαμογελούσα απλά με συμπάθια. ‘Κι αν δεν αντέξω;’ Πάντα είχα το φόβο μέσα μου για το άγνωστο. Ειδικά όταν μπήκα στη σχολή, ο φόβος μεγάλωνε. ‘Ελάχιστες αξίζουν’, μία φράση που άκουγα συνεχώς.
Η αλήθεια είναι πως είχα επηρεαστεί πολύ. Θυμάμαι σαν χθες, μία μέρα πριν μπαρκάρω για πρώτη φορά, τα κλάματα που είχα βάλει μέσα στο αυτοκίνητο με τους γονείς μου. ‘Δεν πάω πουθενά, όπου κι αν πω ότι θα μπαρκάρω με κοιτάνε με λύπηση!’, τους φώναζα. Όταν με ηρέμησαν, αναλογίστηκα τι κόπους έχω κάνει για να βρίσκομαι σε αυτή τη θέση, με πόση δυσκολία βρήκα εταιρία και πόσο πολύ το ήθελα.
Ήταν 20 Απριλίου του 2013. Ξημερώματα είχα πτήση, λέει. Για Καναδά, λέει. Δεν είχα πάει μόνη μου ποτέ ούτε μέχρι την Αθήνα με λεωφορείο και θα έκανα υπερατλαντικό ταξίδι; Αποχαιρέτησα τους δικούς μου ανθρώπους χωρίς στάλα δάκρυ. Δεν ήθελα να με δουν να κλαίω, όχι γιατί είμαι εγωίστρια. Ήθελα να τους δώσω δύναμη να αντέξουν. Όσο άντεχαν αυτοί, θα άντεχα και εγώ. Με το που απογειώθηκε βέβαια το αεροπλάνο, το κλάμα που έριξα, δε λέγεται! Μέχρι που, με στοργή, μου μίλησε ένας Γερμανός μεσήλικας που καθόταν δίπλα μου. Του εξήγησα πού πάω και γιατί κλαίω. Με παρηγόρησε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν θα ξεχάσω ποτέ, σα να μου έλεγε ‘Μικρή, σύνελθε! Τώρα ξεκινάει η ζωή σου’.
Άγχος, τρέξιμο, έλεγχοι, immigration και πάντα να ψάχνω το διαβατήριο στην άβυσσο της τσάντας μου! Τη πρώτη σφραγίδα που μου έβαλαν, την κοιτάω πολλές φορές νοσταλγικά. Φτάνοντας στο τελικό προορισμό μου, σε μία μικρή πόλη του Καναδά, μετά από τρεις πτήσεις, είχα μείνει μόνη στο αεροδρόμιο. Κανείς. Μόνο ένας άνδρας σαν αυτούς που βλέπουμε στις αμερικανικές ταινίες που οδηγούν μηχανές Harley. Φαλακρός με μούσι και δερμάτινα, κρατούσε ένα χαρτόνι με κάτι γράμματα ίσα που φαινόντουσαν. ‘Αποκλείεται να είναι αυτός ο ατζέντης’, σκεφτόμουν. Θα περίμενα, μου είπαν, έναν ατζέντη. ‘Μα δεν είναι οι ατζέντηδες με κοστούμια και γραβάτες;’, αναλογίστηκα για ώρα, επηρεασμένη από τις ταινίες στη τηλεόραση. Μετά από λίγο, αποφάσισα να πάω να δω από περιέργεια, ίσως και ένστικτο, τι έγραφε στο χαρτόνι. Έγραφε λοιπόν το όνομα μου και το όνομα του πλοίου που θα πήγαινα. Αντί να χαρώ που βρήκα τον άνθρωπο μου, ήθελα να τον αρχίσω στις γρήγορες. Ήμουν ο μόνος άνθρωπος στο χώρο αναμονής και είχε το χαρτόνι γυρισμένο προς την εντελώς αντίθετη πλευρά! Αλλά μετά, σκέφτηκα πως φυσικά και δε θα του γέμισα το μάτι ότι έψαχνε εμένα και απλά του χαμογέλασα.
Το ξενοδοχείο είχε πρίζες διαφορετικές από αυτές στην Ευρώπη. Πού να το ήξερα; Μπήκα όπως-όπως facebook, ενημέρωσα τα πλήθη συγγενών και φίλων ότι είμαι σώα και έπεσα για ύπνο. Ξημερώνει μεγάλη μέρα, σκέφτηκα.
Ήταν μεγάλη μέρα, όντως. Πιο μεγάλο βέβαια, ήταν το βαπόρι. Αναφώνησα από μακριά με το που το είδα: ‘Oh my God, my ship! My ship!’. Οι άνθρωποι της λάτζας θα με πέρασαν για τρελή. Είχα τρελαθεί όμως από τη χαρά μου. Η χαρά πλησιάζοντας, έγινε επιφύλαξη, και η επιφύλαξη φόβος. Όλοι οι Φιλιππινέζοι είχαν πάρει αγκαλιά τα ρέλια και προσπαθούσαν να με δουν μέσα από τα τζάμια της λάτζας. Δισταχτικά, ανέβηκα το gangway.
Πάτησα το πόδι μου στην κουβέρτα και ήταν λες και πάτησα σε άλλο πλανήτη. Έτσι ένιωσα, ότι δεν ήμουν στην γη. Ότι ήμουν σε ένα άλλο, μικρό, πράσινο, γεμάτο με σωλήνες και γράμματα, πλανήτη. Όλοι ήταν πολύ εγκάρδιοι μαζί μου. Ένοιωσα βέβαια μια μικρή σύγχυση, γιατί μου έμοιαζαν όλοι τόσο ίδιοι. Κοντοί, μαυριδεροί, σχιστά μάτια, πλακουτσωτές μύτες, με την ίδια φόρμα εργασίας και άσπρα κράνη. Μου συστήνονταν ο ένας μετά τον άλλο, αλλά το μόνο που συγκράτησα ήταν το όνομα του μοναδικού που ξεχώριζε, του Έλληνα. ‘Είμαι ο ανθυποπλοίαρχος σου’, μου είπε, ‘πάμε να σε γνωρίσω και στους υπόλοιπους’. Η αντίδραση του γραμματικού μου ήταν αυτή που ξεχώρισε! Ήταν λες και έβλεπε μπροστά του ένα μικρό παιδάκι –άλλωστε, τι ήμουν; Αμέσως μου πρόσφερε σοκολάτα και πατατάκια, προφανώς για να νιώσω άνετα. Και τα κατάφερε. Με πήγαν έπειτα στο γραφείο του καπετάνιου. Είχε κόσμο, δεν έκατσα πολύ, αλλά η ευγένεια και η δυνατή του χειραψία έκαναν κάθε φόβο που είχε απομείνει να εξαφανιστεί.
‘Ωραία, πήγαινε να αλλάξεις και βάλε φόρμα’, μου είπε ο ανθυποπλοίαρχος. ‘Τι τον ενοχλεί το τζιν, μήπως είναι προκλητικό;’, αναρωτήθηκα. Είχα τρομοκρατηθεί τόσο πολύ από το περιβάλλον της σχολής που όλα μου τα ρούχα ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερα, ταιριαστά σε ντουλάπα εργάτη ελαιοσυγκομιδής. Άλλαξα και έβαλα μια φόρμα. Ο ανθυποπλοίαρχος έσκασε στα γέλια με το που με είδε. ‘Ρε, μπούφο! Φόρμα εργασίας εννοούσα!’. Πού να το ήξερα εγώ αυτό τότε;
Έτσι, ξεκίνησα σιγά να μαθαίνω το καράβι και τη ζωή σε αυτό. Τι ήταν όλοι αυτοί οι σωλήνες στο κατάστρωμα και που οδηγούσαν. Τη γέφυρα, όλα αυτά τα περίεργα μηχανήματα, τους χάρτες και την αξέχαστη υφή τους. Τις βάρκες και τη μυρωδιά του πολυεστέρα που με ενοχλούσε. Κάθε σύστημα, αυτοματοποιημένο και μη, πως λειτουργούσε και γιατί το χρησιμοποιούσαμε.
Είχα καταλήξει ότι το πλοίο δεν ήταν ένας άλλος πλανήτης. Ήταν ένας ακόμη άνθρωπος, για εμένα. Με δική του καρδιά, τη μηχανή. Με δικό του μυαλό, τη γέφυρα. Με όλα τα συστήματα και τα μηχανήματα, τα όργανα του. Με όλο του το πλήρωμα να κυκλοφορεί εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Τα κύτταρα του, το αίμα του. Δεν είχα καταλάβει ποτέ πόσο κυριολεκτικό ήταν αυτό το ‘ένα πλοίο δε κοιμάται ποτέ’. Κι όμως, όπως ο ανθρώπινος οργανισμός, έτσι και αυτό. Αεικίνητο, αλλά φθαρτό.
Μπαίνοντας στο τελευταίο έτος της σχολής μετά από δύο εκπαιδευτικά ταξίδια και αμέτρητες ώρες συλλογισμού στη γέφυρα, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο (με μια πινελιά πράσινου), είμαι περήφανη που τα κατάφερα. Πρόσφατα συνάντησα έναν από τους μεγαλύτερους αμφισβητίες μου, ο οποίος με εριστικό ύφος με ρώτησε: Τέλος τα ταξίδια τώρα, ε;. ‘Μόλις άρχισαν’, του απάντησα αποφασισμένη.
Έκανα μια αρχή. Είχε τις δυσκολίες τις, είχε τις γκρίνιες τις αλλά είχε και τις αξέχαστα όμορφες στιγμές της, που κάθε φορά που τις σκέφτομαι, παίρνω δύναμη να συνεχίσω. Να συνεχίσω αυτό που επέλεξα, με επαγγελματισμό και αξιοπρέπεια. Κι αν τότε στην αρχή ήταν ενθουσιασμός για το άγνωστο, τώρα πια είναι αγάπη και σεβασμός για ένα όμορφο επάγγελμα.
Άρθρο της Δήμητρας Στείρου, Απόφοιτης Σπουδάστριας της ΑΕΝ Οινουσσών
Ονομάζομαι Δήμητρα Στείρου και είμαι σπουδάστρια στην Ακαδημία εμπορικού ναυτικού Οινουσσών. Το πρώτο μου εκπαιδευτικό ταξίδι ως δόκιμος ξεκίνησε στις 19 Μαΐου 2015 με το κρουαζιερόπλοιο Ocean Majesty.
Ως πρωτόμπαρκη είχα πολύ άγχος για το τι θα συναντήσω, αν θα μάθω γρήγορα τα καθήκοντά μου και αν ανταπεξέλθω σε αυτά. Όμως δεν το έβαλα κάτω γιατί ο στόχος μου ήταν να τα καταφέρω. Τις πρώτες μέρες μού ήταν δύσκολο να προσαρμοστώ λόγω της κυριαρχίας του ανδρικού φύλου. Παρ΄όλ’ αυτά οι αξιωματικοί μου με αντιμετώπισαν με σεβασμό, ισότιμα, ήταν πρόθυμοι να μου μεταφέρουν τις γνώσεις που απαιτούνται ώστε να προχωρήσω παρακάτω και πάντα με στήριζαν όλο αυτό το χρονικό διάστημα που έμεινα στο πλοίο.
Ταξίδεψα σε πολλές χώρες της Ευρώπης, γνώρισα πολλά μέρη και απέκτησα αρκετές εμπειρίες. Μάλιστα η καλύτερη θα έλεγα πως ήταν στην Γροιλανδία όπου πλέαμε σε πάγους. Αυτή η κρουαζιέρα διήρκησε 20 μέρες. Μαζί μας είχαμε έναν πλοηγό ο οποίος ήταν εξιδεικευμένος για την ναυσιπλοΐα σε πάγους και όλοι μας μάθαμε σημαντικά πράγματα όσο έμεινε μαζί μας. Μέσα από αυτά τα ταξίδια απέκτησα πολλές γνώσεις τις οποίες δεν θα είχα την ευκαιρία να πάρω στην στεριά. Είναι καταπληκτικό το γεγονός ότι αυτό το επάγγελμα συνδυάζει τόσες επιστήμες ώστε το καράβι να φτάσει με ασφάλεια στον προορισμό του και να εκτελέσει σε ορισμένο χρόνο την μεταφορά φορτίου ή επιβατών, στην προκειμένη περίπτωση.
Ως προς το θέμα ρατσισμού, εμείς οι γυναίκες συχνά τον βιώνουμε μια και το καράβι είναι μια μικρή ανδροκρατούμενη κοινωνία. Ωστόσο εγώ δεν αντιμετώπισα τέτοια περιστατικά. Οι αξιωματικοί μου πάντα με αντιμετώπιζαν σαν μια αυριανή ανθυποπλοίαρχο και θεωρούσαν ότι μπορώ να ανταπεξέλθω στις απαιτήσεις του επαγγέλματος το ίδιο καλά με εκείνους.
Κατά τη γνώμη μου, είναι μεγάλη δοκιμασία το πρώτο μπάρκο για έναν δόκιμο διότι ανάλογα με τις εμπειρίες που θα αποκτήσει, θα κρίνει ανάλογα το αν θα συνεχίσει στην θάλασσα ή αν θα στραφεί προς την στεριά. Όμως αν το βάλεις πείσμα να επιτύχεις τον στόχο που έθεσες τότε θα τον πετύχεις. Για εμένα ήταν αρκετά σημαντικό το γεγονός ότι έμαθα αρκετά πράγματα πάνω στο επάγγελμα που θέλω να ακολουθήσω επειδή το επιδίωξα και αυτό είναι που με παρακινεί να φτάσω πιο ψηλά.