Οι Έλληνες πλοιοκτήτες πέτυχαν να καταλάβουν αλλά και να διατηρήσουν κυρίαρχη θέση στην ιεραρχεία της παγκόσμιας ναυτιλιακής βιομηχανίας ήδη από τον 19ο αιώνα και με αποκορύφωμα βεβαίως τον 20ό αιώνα. Οι βασικές επιχειρηματικές στρατηγικές και αξίες με τις οποίες επέλεξαν να δραστηριοποιηθούν είναι αυτές που τους επέτρεψαν να χτίσουν το ναυτιλιακό τους θαύμα.
Η Ελληνική Ναυτιλιακή Παράδοση
Η μοναδικότητα του ελληνικού ναυτιλιακού παραδείγματος έγκειται στο γεγονός ότι μία μικρή νησιωτική χώρα λίγων εκατομμυρίων κατοίκων στην ανατολική γωνιά της Μεσογείου κατόρθωσε μέσα στις δύσκολες και απαιτητικές συνθήκες τόσο του 19ου όσο, κυρίως, του 20ού αιώνα να χτίσει και να λειτουργήσει έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους σε παγκόσμιο επίπεδο, ανταγωνιζόμενη οικονομικούς γίγαντες της εποχής όπως η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η Νορβηγία.
Η εκπληκτική ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλιακής βιομηχανίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο μπορεί εύκολα να καταδειχθεί από τα διαθέσιμα ποσοτικά στοιχεία. Το 1938, μόλις λίγο πριν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο ελληνόκτητος στόλος άγγιζε ολική χωρητικότητα της τάξεως των 1,8 εκατομμυρίων κόρων. Το 1949, λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Πολέμου, η χωρητικότητα του στόλου αυξήθηκε στα 2,4 εκατομμύρια κόρους για να φτάσει το 1976 στα εκπληκτικά μεγέθη των 50,6 εκατομμυρίων κόρων, με τους Έλληνες πλοιοκτήτες να αναδεικνύονται στους πλέον ισχυρούς παίκτες στον χώρο της παγκόσμιας ναυτιλιακής βιομηχανίας.
Αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμη και σήμερα, στα μέσα περίπου της δεύτερης δεκαετίας ενός νέου αιώνα, του 21ου, ο ελληνόκτητος στόλος παραμένει ο μεγαλύτερος στον κόσμο τόσο σε όρους ολικής χωρητικότητας όσο και σε όρους χωρητικότητας εκτοπίσματος, αν και διαθέτει σε απόλυτο αριθμό λιγότερα πλοία σε σχέση, για παράδειγμα με την Κίνα ή την Ιαπωνία. Ενδεικτικά, οι Έλληνες πλοιοκτήτες στα τέλη του 2014 -όπως ισχύει άλλωστε και σήμερα- παρέμεναν πρώτοι στα δεξαμενόπλοια (1.217), δεύτεροι στα πλοία μεταφοράς χύδην ξηρού φορτίου (1.878) και δεύτεροι, επίσης, στα πλοία μεταφοράς υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Δεκεμβρίου 2014, ο ελληνόκτητος στόλος αριθμούσε ένα σύνολο 4.894 πλοίων, ενώ η διεθνής εταιρεία εκτιμήσεων Vesselsvalue.com εκτιμά πως η αξία του ελληνόκτητου εμπορικού στόλου τον Αύγουστο του 2015 άγγιξε τα επίπεδα των 109 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Έτσι, σήμερα οι Έλληνες πλοιοκτήτες διαθέτουν τον μεγαλύτερο ποντοπόρο εμπορικό στόλο στον κόσμο, ο οποίος αποτελεί επί της ουσίας και τη ραχοκοκαλιά της παγκόσμιας εμπορικής ναυτιλίας.
Και το ερώτημα είναι ένα: πώς πέτυχαν οι Έλληνες πλοιοκτήτες να καταλάβουν αυτή την κυρίαρχη θέση στην ιεραρχία της παγκόσμιας ναυτιλιακής βιομηχανίας; Η απάντηση στο ερώτημα δεν θα πρέπει να αναζητηθεί μόνο στη “ναυτική φύση” των Ελλήνων ή -με απλά λόγια- σε αυτό που έχουμε μάθει να αποκαλούμε ως “ναυτικό DNA” τους. Αντιθέτως, όπως έχει δείξει η ιστορική έρευνα στα αρχεία των μεγάλων και ιστορικών ελληνικών ναυτότοπων, των Σπετσών, της Κεφαλονιάς, της Ύδρας, της Χίου, της Σύρου, της Κάσου κ.ά., η ελληνική θαλασσινή κυριαρχία θα πρέπει να αναζητηθεί στις βασικές επιχειρηματικές στρατηγικές και αξίες πάνω στις οποίες επέλεξαν να χτίσουν το ναυτιλιακό τους θαύμα οι Έλληνες πλοιοκτήτες ήδη από τον 19ο αιώνα και με αποκορύφωμα, βεβαίως, τον 20ό αιώνα.
Ποιές ήταν αυτές οι στρατηγικές επιλογές και αξίες των Ελλήνων; Η δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου γραφείων και πρακτορείων, η στελέχωση των επιχειρήσεών τους με βάση τη συγγένεια και τον κοινό τόπο καταγωγής, η αξιοποίηση ελληνικών πληρωμάτων στα πλοία τους, η πρόσβαση στα διεθνή ναυτιλιακά και χρηματοπιστωτικά κέντρα, η εξειδίκευση στην μεταφορά χύδην εμπορευματικών φορτίων, η χρήση διαφόρων σημαιών, η άμεση πρόσβαση σε ναυλωτές, η επιλογή του παραδοσιακού επιχειρηματικού μοντέλου της αγοράς κα λειτουργίας μεταχειρισμένων πλοίων, και βεβαίως η διαχρονική επιχειρηματική αρχή των Ελλήνων πλοιοκτητών, που όριζε πως όταν μπορούν να “αγοράζουν φτηνά και να πωλούν ακριβά”.
Είναι μία μεγάλη πρόκληση το ναυτιλιακό θαύμα των Ελλήνων πλοιοκτητών αλλά και των ναυτικών του 20ού αιώνα να γίνει περισσότερο γνωστό στο ευρύ κοινό για να γνωρίσουν ή και να ξαναδιαβάσουν τη μοναδική ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας του 20ού αιώνα και να αισθανθούν, υπερήφανοι για το παρελθόν αλλά και το παρόν της ελληνικής ναυτιλίας.
Το Ελληνικό Ναυτιλιακό Παράδειγμα
Η Ελληνική ναυτιλιακή παράδοση μετρά χιλιετίες, από τα αρχαία χρόνια μέχρι και την αρχή της σύγχρονης Ελληνικής ναυτιλίας, η οποία ουσιαστικά ξεκινά από την συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774. Στο διάβα των αιώνων η Ελληνική ναυτιλία αναπτύχθηκε με γοργούς ρυθμούς και έφτασε σήμερα να είναι η ισχυρότερη ναυτιλία του πλανήτη, με τον μεγαλύτερο στόλο παγκοσμίως.
Πώς κατόρθωσε όμως να φτάσει σε αυτά τα μεγέθη;
Ο 19ος αιώνας υπήρξε αιώνας ορόσημο. Κατά την διάρκειά του αναπτύχθηκαν από τους Έλληνες του Ιονίου και του Αιγαίου ισχυρά εμπορικά και ναυτιλιακά δίκτυα που διακινούσαν το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της Μεσογείου και της Μαύρης θάλασσας, με ονόματα όπως αυτά της οικογένειας Ράλλη να πρωτοστατούν.
Ο 20ος αιώνας έφερε πολλές αλλαγές μαζί του, με την σημαντικότερη να είναι η μετάβαση από τα ιστιοφόρα στα σιδερένια ατμόπλοια. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος αποδεκάτισε τον Ελληνικό στόλο, ο οποίος από τα 475 ατμόπλοια που αριθμούσε στην αρχή του πολέμου βρέθηκε με λιγότερα από τα μισά κατά τη λήξη του (205 πλοία).
Παρ’ όλ’ αυτά, η Ελληνική ναυτιλία σταδιακά ανάρρωσε, διατηρώντας σταθερά την 9η θέση στο παγκόσμιο ναυτιλιακό στερέωμα. Το ξεκίνημα όμως του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 θα προκαλέσει νέες αρνητικές έως και καταστροφικές εξελίξεις όχι μόνο για την χώρα αλλά και για τον ελληνικό εμπορικό στόλο.
Οι απώλειες για την ελληνική ναυτιλία ήταν μεγάλες και η αντικατάσταση, μετα τη λήξη του Πολέμου, των πλοίων που είχαν χαθεί ήταν άκρως προβληματική, καθώς οι περισσότερες ναυπηγικές εγκαταστάσεις σε όλο τον κόσμο είχαν καταστραφεί και ελάχιστα μεγάλης ηλικίας, κυρίως, πλοία είχαν καταφέρει να γλιτώσουν από τον όλεθρο. Μοναδική εξαίρεση, ο τεράστιος εφεδρικός στόλος των ΗΠΑ, αποτελούμενος από πλοία τύπου Λίμπερτυ και Βίκτορυ, καθώς και από δεξαμενόπλοια τύπου Τ2.
Ωστόσο, μέσα από τις στάχτες αυτής της μεγάλης καταστροφής θα γεννηθεί και το ελληνικό ναυτιλιακό θαύμα. Ο εφεδρικός στόλος από Λίμπερτυ και Βίκτορυ των ΗΠΑ αποτέλεσε για τους Έλληνες πλοιοκτήτες την χρυσή ευκαιρία να επανέλθουν στο ναυτιλιακό στίβο και να θέσουν τις βάσεις του ελληνικού ναυτιλιακού θαύματος του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Τα πλοία αυτά έδωσαν στην ελληνική ναυτιλία το έναυσμα που χρειαζόταν για να διεκδικήσει τα ινία της διεθνούς ναυτιλίας, κάτι που κατάφερε το 1982 με στόλο 4.257 πλοίων.
Σήμερα, η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη ναυτιλιακή δύναμη του πλανήτη με τον ελληνόκτητο στόλο να αριθμεί περισσότερα από 4.700 πλοία, αξίας 105.600.000.000 δολαρίων.
Ο σύγχρονος στόλος των Ελλήνων
Σύμφωνα με τα ετήσια στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας (Greek Shipping Co-operation Committee), τα οποία προέρχονται από την εταιρεία αναλύσεων IHS Markit και αφορούν τα ελληνόκτητα πλοία χωρητικότητας άνω των 1.000 GT, ανεξαρτήτως σημαίας, ο ελληνόκτητος στόλος εξακολουθεί να αυξάνεται σε όρους DWT και GT.
Συγκεκριμένα στις 19 Μαρτίου του 2018 ο στόλος αποτελούνταν από 4.148 πλοία διαφόρων κατηγοριών, συνολικής χωρητικότητας 199.286.013 GT και μεταφορικής ικανότητας 341.925.357 DWT. Συγκριτικά με τον Μάρτιο του 2017, ο αριθμός των πλοίων ελληνικών συμφερόντων αυξήθηκε κατά 63 πλοία. Η χωρητικότητα και η μεταφορική ικανότητα των πλοίων αυξήθηκαν σημαντικά, 6.855.494 κατά GT και 13.161.590 DWT, αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τη νηολόγηση, τα ελληνόκτητα πλοία φέρουν 41 διαφορετικές σημαίες.
Φαίνεται να ισοψηφούν στις πρώτες θέσεις δύο ανοιχτά νηολόγια, καθώς το 19% των ελληνόκτητων πλοίων (824 πλοία) φέρουν σημαία της Λιβερίας, και επίσης το 19% φέρουν σημαία των Marshall Islands.
Ακολουθεί η σημαία της Ελλάδας με 723 πλοία συνολικής χωρητικότητας 74.537.350 τόνων, η σημαία της Μάλτας με 694 πλοία, του Παναμά με 355 πλοία και της Κύπρου και οι Μπαχάμες με 274 και 247 πλοία, αντίστοιχα.
Συγκριτικά με τα στοιχεία της περασμένης χρόνιας, προκύπτει αύξηση στα πλοία που επέλεξαν σημαία των Marshall Islands, της Λιβερίας, της Κύπρου και της Μάλτας, ενώ μείωση καταγράφηκε της ελληνικής σημαίας κατά 24 πλοία, μεταφορικής ικανότητας 672.557 DWT και χωρητικότητας 317.788 GT.
Το μερίδιο του ελληνόκτητου στόλου στον παγκόσμιο στόλο, ανέρχεται σε 7,6% σε αριθμό πλοίων, σε 13,8% σε χωρητικότητα και σε 16,4% σε όρους μεταφορικής ικανότητας.
Τα πλοία με ελληνική σημαία σε όρους αριθμού πλοίων, GT και DWT αντιπροσωπεύουν το 1,3%, 3 % και 3,6%, αντίστοιχα, του παγκόσμιου στόλου.