Η Σχολή
Βρίσκεται στον Αργοσαρωνικό, απέναντι από το Μετόχι της Πελοποννήσου και πολύ κοντά στον Πειραιά, όπως επίσης και στα υπόλοιπα νησιά του Αργοσαρωνικού. Το έτος ίδρυσής της είναι το 1749. Η Σχολή παρέχει δυνατότητα εσωτερικής και εξωτερικής φοίτησης και σύγχρονες εγκαταστάσεις με έμπειρους και καταξιωμένους στον τομέα τους Πλοιάρχους Α΄ τάξης.
Ιστορία του νησιού
Ιστορία της σχολής της Ύδρας είναι μεγάλη και άρηκτα δεμένη με την ίδια τη σύγχρονη ελληνική ναυτιλία.
Η Σχολή εμποροπλοιάρχων αποτελεί σήμερα ένα ζωντανό ναυτικό μνημείο και μια χειροπιαστή έκφραση της ναυτικής μας παράδοσης και συνέχειας.
Το 1749 ιδρύθηκε στην Ύδρα το σχολείο του Αγίου Βασιλείου στο περίβολο του ομώνυμου ναού, ενώ από το 1800 βρέθηκε υπό τον έλεγχο της δημογεροντίας του νησιού.
Στα προεπαναστατικά χρόνια ξένοι δάσκαλοι, Ιταλοί και Πορτογάλοι, δίδασκαν τη ναυτική θεωρία, τη ναυτική τέχνη και ξένες γλώσσες (ιταλικά, γαλλικά, σσπανικά).
Το 1927 λειτούργησε στην Ύδρα, Ιδιωτική Ναυτική σχολή με την φροντίδα του Σωματείου Ενώσεως των Ναυτικών Ύδρας.
Το 1930 με το νόμο 4511 ιδρύθηκε από το κράτος η Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας και από το 1979 με ΠΣ 9/8-1-79 ανήκει στην βαθμίδα της ανώτερης Τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Από το 1930 η σχολή στεγάζεται στο σημερινό κτίριο που ανήκε στους Υδραίους Καραβοκύρηδες Αναστάσιο Τσαμαδό και Αθανάσιο Κουλούρα και έχει παραχωρηθεί στο Δημόσιο αποκλειστικά για την λειτουργία της Σχολής. Το κτίριο αυτό κτίστηκε κατά την χρονική περίοδο 1780-1810.
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο έως και το 1948 η Ναυτική Σχολή Ύδρας λειτούργησε σε Αθήνα και Πειραιά (Καστέλλα).
Το πρώτο εκπαιδευτικό σκάφος της Σχολής ήταν το τρεχαντήρι “Άγιος Γεώργιος” του καραβοκύρη Τσιγγάρη, το δεύτερο το “Ηλέκτρα”’ και το τρίτο το “Ευγένιος Ευγενίδης”.
Από το 1989 εφαρμόζεται ο θεσμός της εναλλασσόμενης εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με το σύστημα αυτό οι σπουδαστές μεταξύ του 1ου και 2ου, 4ου και 5ου εξαμήνων ταξιδεύουν με εμπορικά πλοία 5-6 και 6-7 μήνες, αντίστοιχα, όπου ως εργαζόμενοι και αμειβόμενοι εφαρμόζουν στην πράξη όσα θεωρητικά έμαθαν στη Σχολή. Η διάρκεια της φοίτησης είναι τέσσερα έτη χρόνια και οι σπουδαστές τελειώνοντας λαμβάνουν το δίπλωμα Πλοιάρχων Γ΄ τάξεως.
Από την σχολή της Ύδρας έχουν αποφοιτήσει μέχρι σήμερα περίπου 2.900 πλοίαρχοι.
Με πρόσφατο νόμο καταργήθηκαν οι ανώτερες Δημόσιες Σχολές εμπορικού Ναυτικού και στην θέση τους ιδρύθηκαν σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα οι Ακαδημίες Εμπορικού Ναυτικού που ανήκουν στην βαθμίδα της ανωτέρου τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Μεταφορά από και προς το νησί
Για να έρθετε στην Ύδρα μπορείτε να προμηθευτείτε το εισιτήριο σας από την Hellenic Seaways (τηλ. Κρατήσεων – 2104199000) το οποίο ανέρχεται στα 15 ευρώ. Το καράβι για την Ύδρα αναχωρεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα καθημερινά από τον Πειραιά, ενώ κατά μέσο όρο εκτελούνται τρία δρομολόγια καθημερινά. Πύλη αναχώρησης από τον Πειραιά είναι η Ε8 από οπού μπορείτε να προμηθευτείτε και εισιτήρια.
Το ταξίδι είναι διάρκειας μιας ώρας αν επιλέξετε να ταξιδέψετε με ιπτάμενο δελφίνι και μιας ώρας και σαράντα λεπτών εάν πρόκειται Flying Cat. Μπορείτε, επίσης, να φτάσετε στο νησί μέσω Μετοχίου, από την Πελοπόννησο, που αποτελεί έναν πιο οικονομικό τρόπο να φτάσει κανείς στο νησί (6,5 εύρω είναι η τιμή αυτού του εισιτηρίου). Πολλές φορές την περίοδο του χειμώνα λόγω των άσχημων καιρικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή, εκδίδονται απαγορευτικά απόπλου. Θα ήταν κατά συνέπεια συνετό να ενημερώνεστε πριν το προγραμματισμένο ταξίδι σας για τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν.
Μηνιαία έξοδα
Το μέσο κόστος για την ενοικίαση ενός σπιτιού κυμαίνεται από 180 έως και 350 ευρώ μηνιαίως. Βέβαια, έχετε την επιλογή να διαμείνετε εντός της Σχολής. Το μέσο κόστος για ένα σπουδαστή που διαμένει στη Σχολή, κυμαίνεται από 200-300 ευρώ μηνιαίως. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του νησιού είναι η απουσία μεταφορικών μέσων. Η Σχολή, όμως, βρίσκεται μέσα στον κεντρικό οικισμό του νησιού με αποτέλεσμα ο,τιδήποτε και αν χρειαστείτε να το βρείτε εύκολα και γρήγορα.
Η Σχολή
Η εστία της Σχολής αποτελείται από θαλάμους ενιαίους για το κάθε έτος ξεχωριστά προσφάτως ανακαινισμένους και πολύ καλά συντηρημένους. Η εστία παρέχει στον σπουδαστή συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης, άνεση καθώς και καθαριότητα. Ο αριθμός των σπουδαστών αγγίζει τα 120 άτομα.
Έχετε υπ΄όψιν σας πως η Σχολή σας παρέχει και ασφάλιση στον Οίκο Ναύτου.
Όσο αναφορά το επίπεδο δυσκολίας των σπουδών, αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως βατό. Ενώ το εκπαιδευτικό προσωπικό της σχολής θα σας δώσει όλα τα απαραίτητα εφόδια προκειμένου να φοιτήσετε με τους καλύτερους δυνατούς όρους μέχρι την τάξη του Πλοιάρχου Α΄. Για οποιαδήποτε απορία έχετε οι καθηγητές και οι σπουδαστές των μεγαλύτερων ετών της σχολή θα είναι δίπλα σας, βοηθώντας σας να εξασφαλίσετε το επίπεδο γνώσεων που χρειάζεται ένας αξιωματικός της εμπορικής Ναυτιλίας σήμερα.
Ζωή στο νησί
Σε ό,τι αφορά την ζωή των σπουδαστών στο νησί της Ύδρας, να σημειώσουμε ότι κατά την διάρκεια των θερινών μηνών το νησί φιλοξενεί αρκετούς επισκέπτες και τουρίστες, με αποτέλεσμα να σπάει η μονοτονία των δύσκολων χειμερινών μηνών και οι σπουδαστές να ξεκουράζονται, βλέποντας το νησί πιο ζωντανό και με μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
Υπάρχουν κάποιες καφετέριες και μπαρ στο λιμάνι του νησιού, όπου και συγκεντρώνονται οι περισσότεροι σπουδαστές της Σχολής. Μπορείτε να περπατήσετέ και να πιείτε τον καφέ σας εκεί έχοντας απίστευτη θέα προς την θάλασσα, να περπατήσετε στον κενρικό δρόμο αλλά και στα μικρά δρομάκια του νησιού, να κολυμπήσετε στα πανέμορφα, πεντακάθαρα, κρυστάλλινα νερά της Ύδρας. Μπορείτε ακόμα να πιείτε με τους φίλους σας και την παρέα σας το ουζάκι σας στην παραλία ή να πάτε για φαγητό στα παραδοσιακά εστιατόρια της περιοχής. Υπάρχουν βέβαια και εστιατόρια με άλλα είδη κουζίνας που σας περιμένουν να τα εξερευνήσετε.
Στοιχεία Επικοινωνίας με την ΑΕΝ/Π Ύδρας
Διεύθυνση: ΥΔΡΑ Τ.Κ. 18040
Τηλέφωνα: 22980 – 52208
Fax: 2298053788
Email: aenydra@hcg.gr
Η ζωή στην ΑΕΝ Ύδρας σε βίντεο, μέσα από το φακό του σπουδαστή Νίκου Μακ.:
Ιστορική Αναδρομή
Η σχολή ναυτιλίας της Ύδρας στο διάβα των αιώνων (1749-1980)
Η Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού της Ύδρας αποτελεί την αρχαιότερη σχολή ναυτικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, άρρηκτα συνδεδεμένη με τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ναυτική ιστορία, ενώ αποτελεί και μία από τις μακροβιότερες στην ιστορία όχι μόνο της ευρωπαϊκής αλλά και της παγκόσμιας εμπορικής ναυτιλίας. Η Σχολή Εμποροπλοιάρχων της Ύδρας αποτελεί σήμερα ένα ζωντανό ναυτικό μνημείο και μια χειροπιαστή έκφραση της μακραίωνης ναυτικής μας παράδοσης και συνέχειας.
Η ιστορία της σχολής ξεκινά πριν από 268 χρόνια, στα μέσα του 18ου αιώνα, στην Ύδρα, η οποία τότε βρισκόταν ακόμη, όπως και ο υπόλοιπος ελλαδικός χώρος, με την εξαίρεση των νησιών του Ιονίου, υπό την οθωμανική κυριαρχία. Συγκεκριμένα το έτος 1749 θα ιδρυθεί στην Ύδρα το σχολείο του Αγίου Βασιλείου στον περίβολο του ομώνυμου ναού, ενώ από το 1800 θα βρεθεί υπό τον έλεγχο της δημογεροντίας του νησιού. Στα χρόνια πριν από την Επανάσταση του 1821, ξένοι δάσκαλοι, κυρίως Ιταλοί και Πορτογάλοι, δίδασκαν τη ναυτική θεωρία, τη ναυτική τέχνη καθώς και ξένες γλώσσες, όπως ιταλικά, γαλλικά και ισπανικά, γνώσεις και γλώσσες απαραίτητες για τη διευκόλυνση της επικοινωνίας των Ελλήνων ναυτικών με τις ξένες αρχές που συναντούσαν στις θάλασσες που έπλεαν, με υπαλλήλους της τελωνειακής και διοικητικής γραφειοκρατίας στους λιμένες όπου κατέπλεαν, καθώς και με τους αλλοεθνείς εμπόρους με τους οποίους συναλλάσσονταν.
Ο λόγος που η Ύδρα απέκτησε σχολή ναυτικής εκπαίδευσης πρώτη μεταξύ των ελληνικών ναυτότοπων της «διάσπαρτης πόλης» του Ιονίου και του Αιγαίου, υπήρξε σαφώς η μεγάλη της ναυτική παράδοση και η ανάγκη της να επανδρώνει τα δεκάδες εμπορικά της πλοία, που έπλεαν σε όλη τη Μεσόγειο, με πλόες ακόμα και εκτός Μεσογείου, με καλώς καταρτισμένους άνδρες. Για να γίνει αντιληπτή η μεγάλη ναυτική παράδοση του νησιού του Αργοσαρωνικού κατά τον 18ο και 19ο αιώνα και κατ’ επέκταση για να κατανοηθεί η επιτακτική ανάγκη της άρτιας εκπαίδευσης των ναυτικών που υπηρετούσαν στα εμπορικά του πλοία, μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τα όσα έγραφαν οι ίδιοι οι Υδραίοι προς την Υψηλή Πύλη στις αρχές του 19ου αιώνα, παρουσιάζοντας τον δυναμισμό και την έκταση της ναυτικής τους δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, στις 15 Δεκεμβρίου 1804, σε επιστολή τους προς την οθωμανική κυβέρνηση, οι Υδραίοι σημείωναν: «Τα καράβια μας δεν δουλεύουν μόνο την Άσπρην θάλασσαν, αλλ’ όλας τας θάλασσας και λεβάντε και πουνέντε, και έξω του Στρέτου τον Ωκεανόν, Αμερικήν, Ολλάνδιαν και Ιγγλατέραν, και την Βαλτική θάλασσαν, και πέρυσι εζήτησαν πραγματευταί καράβια μας να αναυλωθούν διά Ινδίας». Έτσι, λοιπόν, η Σχολή της Ύδρας ήρθε να καλύψει τις πραγματικά μεγάλες ανάγκες σε καταρτισμένο έμψυχο δυναμικό που είχε ο μεγεθυνόμενος εμπορικός στόλος του νησιού, ενώ θα συνεχίσει για πολλά χρόνια να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες της όχι μόνο στην υδραίικη, αλλά και σε ολόκληρη την ελληνική ναυτιλία.
Ο 20ός αιώνας θα βρει και πάλι την Ύδρα να διαθέτει ναυτική σχολή, και πιο συγκεκριμένα Σχολή Εμποροπλοιάρχων. Η ιδιωτική ναυτική σχολή θα λειτουργήσει στο νησί το 1927 με τη φροντίδα του Σωματείου Ενώσεως των Ναυτικών Ύδρας, όπως σημειώνει στο βιβλίο του Το Ναυτικόν του Γένους των Ελλήνων ο Ανδρεάς Γ. Λαιμός, ιδρυθείσα «υπό της Κοινότητος Ύδρας, με χρηματοδότην τον ευεργέτην καπετάν Γκίκαν Κουλούραν, εφοπλιστήν». Ενδιαφέροντα στοιχεία ως προς την ίδρυση της Σχολής Εμποροπλοιάρχων δίνει και ο ίδιος ο Γκίκας Κουλούρας, ο Υδραίος πλοίαρχος, εφοπλιστής, πρωτεργάτης της δημιουργίας της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών και διευθυντής της κατά την περίοδο Φεβρουαρίου 1924-Μαρτίου 1927, σε επιστολή του προς τα Ναυτικά Χρονικά και τον εκδότη τους Δημήτρη Κωττάκη, με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1946.
Φωτογραφικό στιγμιότυπο από την τελετή εγκαινίων της Σχολής Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας, 21 Δεκεμβρίου 1930.
[Ευγενική χορηγία Ακαδημίας Εμπορικού Ναυτικού Ύδρας]
Όπως σημειώνει ο Γκίκας Κουλούρας, «η Σχολή Εμποροπλοιάρχων έχει ιδρυθή εν Ύδρα προ εικοσαετίας εκ χρημάτων της Κοινότητος λειτουργούσα εις δύο παμμεγέθη κτίρια επί της παραλίας του λιμένος, εις την Σχολήν δε ταύτην προσήρχοντο μαθηταί από διάφορα μέρη της Ελλάδος, ως επί το πλείστον νησιώται, και εξήρχοντο μετά κανονικήν φοίτησιν δόκιμοι πλοίαρχοι, με αρτίαν μόρφωσιν, με υπακοήν και πειθαρχίαν στρατιωτικήν. Το κράτος, αντιληφθέν την σπουδαιότητα της Σχολής ταύτης, ανεγνώρισεν αυτήν από του έτους 1930 και την υπήγαγεν υπό την κρατικήν εποπτείαν, έκτοτε δε συντηρεί αυτήν μέχρι σήμερον υπό τον τίτλον “Σχολή Εμποροπλοιάρχων Ύδρας”». Συγκεκριμένα, με τον νόμο 4511 του 1930 της κυβέρνησης του Ελευθερίου Βενιζέλου ιδρύεται και επισήμως η «Δημοσία Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας Ύδρας, η οποία αρτίως εξοπλισθείσα διά των κατά την τότε αντίληψιν απαραιτήτων οργάνων και εκπαιδευτικών εν γένει μέσων και καλώς οργανωθείσα, ελειτουργούσεν επιτυχώς μέχρι του πολέμου και απέδωσε πολλάς δεκάδας πλοιάρχων εις την ναυτιλίαν κατά το διάστημα τούτο».
Να σημειωθεί πως από το 1930 η σχολή στεγάζεται στο σημερινό κτίριο, που ανήκε στους Υδραίους Καραβοκύρηδες Αναστάσιο Τσαμαδό και Αθανάσιο Κουλούρα και έχει παραχωρηθεί στο Δημόσιο αποκλειστικά για τη λειτουργία της σχολής. Το κτίριο αυτό χτίστηκε κατά τη χρονική περίοδο 1780-1810. Είναι σημαντικό να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στη μεγάλη προσφορά των Υδραίων καραβοκύρηδων και εφοπλιστών Αναστάσιου Τσαμαδού, Αθανάσιου και Γκίκα Κουλούρα, καθώς ήταν ιδιαίτερα σημαντική η δράση και οι πρωτοβουλίες που ανέλαβαν για την ίδρυση και τη λειτουργία της Σχολής Εμποροπλοιάρχων Ύδρας, η οποία συνεχίζει και κατά τον 21ο αιώνα την εκπαιδευτική δράση και προσφορά της προς την ελληνική ναυτιλία.
Έχει ενδιαφέρον πως για τον Γκίκα Κουλούρα η λειτουργία ναυτικής σχολής στην Ύδρα πρόσφερε πολλά πλεονεκτήματα. Ένα από αυτά, ίσως το κυριότερο για τον ίδιο, ήταν το γεγονός πως η σχολή βρισκόταν μακριά από μεγάλες πόλεις και λιμάνια, κι έτσι οι μαθητές θα μπορούσαν «να είναι αφοσιωμένοι εις την μελέτην και εις το καθήκον των και να μην περισπάται η προσοχή των από τους πειρασμούς των πόλεων». Για τον Γκίκα Κουλούρα αυτός ήταν και ο λόγος που ώθησε το ελληνικό κράτος να εγκρίνει την ίδρυση της σχολής στην Ύδρα «ως μόνον κατάλληλον μέρος διά τας σπουδάς Δοκίμων Ναυτικών δι’ υπερποντίους πλόας». Βέβαια, στα μεταπολεμικά φύλλα των Ναυτικών Χρονικών συχνά γινόταν λόγος για μια μεν «ευγενική προσπάθεια», που ωστόσο «δεν αντίκρυσεν, όπως θα έπρεπε, την συναντίληψιν και την στοργήν των ναυτιλιακών μας παραγόντων», με αποτέλεσμα κατά την περίοδο πριν από τον πόλεμο η σχολή να λειτουργεί με αρκετές ελλείψεις και περιορισμένα υλικοτεχνικά μέσα.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως κατά τη διάρκεια της κατοχής και έως τα μέσα του καλοκαιριού του 1949 η Σχολή της Ύδρας θα υπορεωθεί να μετακομίσει. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Νομοθετικό Διάταγμα 749 του Νοεμβρίου του 1941 η έδρα της σχολής μεταφερόταν στον Πόρο, ενώ η φοίτηση σε αυτή γινόταν διετής. Οι δυσκολίες, όμως, στη λειτουργία της σχολής την ωθούν σε νέα μετακόμιση, αυτήν την φορά πρώτα στον Πειραιά και από τον Ιανουάριο του 1943 στην Αθήνα, όπου θα στεγαστεί στο μέγαρο Εμποροϋπαλλήλων στη Μητρόπολη. Να σημειωθεί, πως για ένα διάστημα όταν το μέγαρο των Εμποροϋπαλλήλων γίνει χώρος υποδοχής αστέγων από γερμανικούς βομβαρδισμούς η σχολή της Ύδρας θα φιλοξενηθεί στις αίθουσες της Γαλλικής Ακαδημίας, προτού και πάλι μεταφερθεί στον Πειραιά και στην Καστέλλα.
Ωστόσο, οι φωνές που ασκούσαν κριτική για το κατά πόσο η Σχολή της Ύδρας ήταν σε θέση να παρέχει υψηλού επιπέδου κατάρτιση θα συνεχιστούν και μετά τη λήξη του πολέμου, οπότε και αποφασίζεται η σχολή να επιστρέψει εκ νέου στην παλαιά της έδρα από τον Πειραιά, όπου είχε μετακομίσει λόγω του πολέμου και της κατοχής. Συγκεκριμένα, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, με τον Νικόλαο Αβραάμ να ασκεί τότε τα καθήκοντα του υπουργού, εκφράζει τη διάθεσή της για επαναφορά της έδρας της σχολής στην Ύδρα, με το σχετικό σχέδιο να κάνει λόγο «για ανέγερση “Σχολής Ναυτικής Εκπαιδεύσεως” πλήρως εφοδιασμένης με όσα είναι απαραίτητα για την εκπαίδευση των νέων ναυτικών». Η απόφαση για επιστροφή της σχολής στην Ύδρα θα πρέπει περισσότερο να ιδωθεί ως αποτέλεσμα της θέλησης της τότε κυβέρνησης να τεθεί σε νέα βάση η όλη ανασυγκρότηση της ελληνικής ναυτιλίας, όπου, πέραν της αγοράς των πλοίων τύπου Λίμπερτυ, αναγκαία κρίθηκε και η διαμόρφωση ενός αξιόλογου και αξιόπιστου συστήματος ναυτικής εκπαίδευσης, που θα τροφοδοτούσε με ικανό έμψυχο δυναμικό τα ελληνικά βαπόρια, κάτι που μόνο η επαναλειτουργία της σχολής στην Ύδρα θεωρείτο από τις αρχές πως μπορούσε εκείνη την κρίσιμη περίοδο να διασφαλίσει.
Στη σχεδιαζόμενη τότε απόφαση του υπουργείου εκδήλωσε την αντίδρασή της, με επιστολή που δημοσίευσαν στις σελίδες τους τα Ναυτικά Χρονικά, η τότε διοίκηση της Πανελλήνιας Ένωσης Πλοιάρχων του Εμπορικού Ναυτικού, η οποία εξέφρασε την απορία της για το πώς αποφασίζεται μια τέτοια κίνηση, που η ίδια τη χαρακτηρίζει μικροπολιτική, η οποία ικανοποιούσε μεν τους κατοίκους της «αλίμενης νήσου», αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των νέων Ελλήνων ναυτικών. Παρά τις ποικίλες αντιδράσεις, όμως, που προέρχονταν τόσο από την ΠΕΠΕΝ όσο και από γονείς και κηδεμόνες σπουδαστών της σχολής, με τους τελευταίους να εκφράζουν τις μεγάλες δυσκολίες τους ως προς την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους παραμονής και εκπαίδευσης των υιών τους στην Ύδρα, το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας θα επιμείνει στην απόφαση περί μεταφοράς «της Σχολής Εμπορικής Ναυτιλίας από την Καστέλλα στην Ύδρα». Μάλιστα, η σχετική απόφαση περί επανόδου στην Ύδρα θα υπογραφεί από τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Εμμανουήλ Μαρινάκη στις 30 Ιουλίου του 1949.
Έχει ενδιαφέρον πως τα Ναυτικά Χρονικά, όπως σημειώνει και ο ίδιος ο Γκίκας Κουλούρας σε επιστολή του προς τον Δημήτρη Κωττάκη, θα βρεθούν από την πρώτη στιγμή στο πλευρό της Σχολής της Ύδρας, αρθρογραφώντας υπέρ της ανάγκης «να καταργηθή το φροντιστήριον της Καστέλλας και να επανασυσταθή η σχολή της Ύδρας», ως αναγκαία προϋπόθεση για την παροχή αξιόλογης εκπαίδευσης προς όσους επιθυμούν να γίνουν αξιωματικοί καταστρώματος του ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού.
Καθώς φαίνεται, επίσης, το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, για να διασκεδάσει τις εκφρασθείσες επιφυλάξεις και αρνητικές εντυπώσεις περί μη παροχής ποιοτικών υπηρεσιών εκπαίδευσης στη σχολή της Ύδρας, έλαβε την απόφαση για αύξηση των μισθών και των επιδομάτων όσων καθηγητών επιλέγονταν από το υπουργείο να διοριστούν στη σχολή και να την υπηρετήσουν διαμένοντας μόνιμα στο νησί. Η επιδίωξη ήταν προφανής: να προσκληθούν στην Ύδρα άξιοι ναυτοδιδάσκαλοι, οι οποίοι θα λάμβαναν επιδόματα και μισθούς από το Κεφάλαιο Ναυτικής Εκπαιδεύσεως και οι οποίοι θα ήταν σε θέση να διασφαλίσουν ένα υψηλό επίπεδο κατάρτισης των υπό εκπαίδευση δοκίμων πλοιάρχων του ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού. Ωστόσο, παρά τις σχετικά υψηλές απολαβές, το πρόβλημα της απροθυμίας «εις τους καθηγητάς ωρισμένων ειδικών μαθημάτων να μεταβούν οικογενειακώς εις την επαρχίαν και μάλιστα εις μίαν νήσον τόσον από το κέντρον απέχουσαν» παραμένει για την Ύδρα υπαρκτό και αποτελεί αντικείμενο συχνού σχολιασμού στις σελίδες των Ναυτικών Χρονικών. Να σημειωθεί πως «ως καθηγηταί και διδάσκαλοι ορίζονται αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού και του Λιμενικού Σώματος».
Οι προσπάθειες για βελτίωση των υποδομών της Σχολής της Ύδρας θα συνεχιστούν και κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη μεγαλύτερη μέριμνα να δίνεται προς την κατεύθυνση: α) της ολοκλήρωσης της διοικητικής της οργάνωσης με εφαρμογή νέου κανονισμού εσωτερικής υπηρεσίας και εκπαίδευσης, β) της περαιτέρω ενίσχυσης του διδακτικού προσωπικού, γ) της συμπλήρωσης του εξοπλισμού της σχολής «διά παντοειδούς εκπαιδευτικού υλικού και υλικού ψυχαγωγίας αθλοπαιδιών κ.λπ.», δ) της παραλαβής ενός «πλήρους κινηματογραφικού μηχανήματος χρησίμου τόσον διά την ψυχαγωγίαν, όσον και την εκπαίδευσιν των μαθητών, παραχωρηθέντος δε, ενεργείας του ΥΕΝ, υπό του εν Αμερική ομογενούς κ. Σκούρα», ε) «της παραχωρήσεως ενεργείαις του ΥΕΝ παρά της Ελληνικής Ραδιοναυτικής Εταιρείας της χρήσεως πλήρους σταθμού Α/Τ» καθώς κι ενός Ραδιογωνόμετρου, και στ) της κατάρτισης νέων προγραμμάτων διδακτέας ύλης «ανταποκρινομένης εις τας σημερινάς ανάγκας της Εμπορικής Ναυτιλίας».
Επιπλέον, στα τέλη της δεκαετίας του 1958 ο τότε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας Γεώργιος Ανδριανόπουλος επισκέπτεται τη σχολή και αποφασίζει «την γενικήν επισκευήν του κτιρίου και την προσθήκην μίας μεγάλης αιθούσης διδασκαλίας». Μάλιστα, όπως γράφουν τα Ναυτικά Χρονικά, «η εκπόνησις του σχεδίου θα ανατεθή εις αρχιτέκτονα και τούτο ίνα μην αι διαρρυθμίσεις αλλοιώσουν την όλην μορφήν του ιστορικού κτιρίου». Το ενδιαφέρον των Ναυτικών Χρονικών για το παρόν και το μέλλον της Σχολής της Ύδρας ήταν κάτι παραπάνω από μεγάλο. Συχνά αρθρογραφούσαν υπέρ της ανάγκης να προστατευτεί η ιστορία και η ορθή και αποτελεσματική λειτουργία της σχολής και να αντιμετωπιστούν άμεσα και ριζικά όλα τα ζητήματα που άπτονταν της ενδιαίτησης των μαθητών, γιατί, όπως έγραφαν στο φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 1959, «αν δεν αντιμετωπισθή η άμεσος εκτέλεσις όλων των επισκευών, το κλείσιμον της σχολής θα ήτο, μα την αληθείαν, προτιμότερον παρά η απαθλίωσις αυτή».
Η σχολή, βεβαίως, δεν έκλεισε, καθώς με κονδύλια κρατικά αλλά και μέσω του Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαιδεύσεως, όπως και με δωρεές ναυτιλιακών οργανισμών, εταιρειών και εφοπλιστών (όπως του Ελληνικού Νηογνώμονα, των Ελληνικών Μεσογειακών Γραμμών και του Ευτ. Γκούμα, για να αναφερθούν ενδεικτικά τρία παραδείγματα ευεργετών), θα αποκτήσει πλήρως εξοπλισμένες και σύγχρονες εγκαταστάσεις (κοιτώνες, χώροι υγιεινής, αίθουσες ψυχαγωγίας, κ.λπ.), που, όπως σημειώνεται στα Ναυτικά Χρονικά, «δεν θα έχωμεν τίποτε να ζηλεύωμεν εις εξοπλισμόν και εγκαταστάσεις από τα ξένα εκπαιδευτικά ιδρύματα». Μάλιστα, την άνοιξη του 1961 τα μέλη του Συμβουλίου της Ναυτικής Εκπαιδεύσεως επισκέφθηκαν τη Σχολή της Ύδρας και διαπίστωσαν ιδίοις όμμασι πως, παρά τις όποιες ελλείψεις της, είναι «καταφανής όμως η προσπάθεια της συμπληρώσεώς των, της βελτιώσεως των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού της», ενώ «η λειτουργία της σχολής διαπιστούται υποδειγματικη, η εκπαίδευσις των 72 μαθητών της αρτιωτάτη».
Επίσης, να σημειωθεί πως το πρώτο εκπαιδευτικό σκάφος της σχολής ήταν το τρεχαντήρι «Άγιος Γεώργιος» του καραβοκύρη Τσιγγάρη, το δεύτερο το «Ηλέκτρα» και το τρίτο το «Ευγένιος Ευγενίδης». Το «Ευγένιος Ευγενίδης» υπήρξε το εκπαιδευτικό πλοίο που αγοράστηκε με δωρεά ύψους 10.000 λιρών Αγγλίας από τη Μαριάνθη Σίμου προς εκτέλεση της επιθυμίας του αδελφού της Ευγένιου Ευγενίδη και το οποίο κάλυπτε τις εκπαιδευτικές ανάγκες όλων των δημοσίων σχολών.
Η Σχολή της Ύδρας, η αρχαιότερη της χώρας από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, θα έχει αναδιοργανωθεί πλήρως και θα δέχεται στις εγκαταστάσεις της περισσότερους από 100 σπουδαστές κάθε έτος, με τη διάρκεια των σπουδών να ανέρχεται στα δύο έτη, με την προϋπόθεση, ωστόσο, «ότι οι εντασσόμενοι [εν. στη Σχολή] θα είχον επιτυχώς αποφοιτήσει εκ της προτελευταίας τουλάχιστον τάξεως του Γυμνασίου».
H Σχολή Εμποροπλοιάρχων της Ύδρας, όπως σημειώνει ο μεγάλος ευεργέτης της ναυτικής μας εκπαίδευσης Κων. Μ. Λεμός, αποτελούσε «μέχρι του 1956 μοναδικόν φυτώριον διά την κατάρτισιν αξιωματικών», καθώς και τη δεύτερη πολυπληθέστερη σχολή μετά από αυτήν του Ασπροπύργου, η οποία θα ξεκινήσει τη λειτουργία της στα μέσα της δεκαετίας, υποδεχόμενη «υπερδιακοσίους» σπουδαστές. Αξίζει μάλιστα, για ιστορικούς και όχι μόνο λόγους, να σημειωθεί πως μέσα στα πρώτα είκοσι επτά πρώτα χρόνια της λειτουργίας της Σχολής της Ύδρας και έως το 1957, οπότε και το συγκρότημα των Σχολών Ασπροπύργου θα είχε πια τεθεί σε λειτουργία, «943 νέοι είχον εξέλθη εξ αυτής καί υπηρετούν όλοι σχεδόν επί ελληνικών πλοίων». Με άλλα λόγια, η Σχολή της Ύδρας υπήρξε η «τροφός» της ελληνικής ναυτιλίας κατά το διάστημα της προπολεμικής της ανάπτυξης, αλλά και κατά το διάστημα της προσπάθειας ανασυγκρότησής της μετά την καταστροφή και τις μεγάλες απώλειες που υπέστη ο ελληνόκτητος στόλος σε έμψυχο υλικό κατά τα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Έτσι, «η παλαιά Σχολή της Ύδρας», όπως αναφέρει ο Ξενοφών Αντωνιάδης, «η μετά της παλαιότητος αποδίδουσα και την ιστορικήν ναυτικήν παράδοσιν του τόπου μας», η οποία από το 1979 με ΠΣ 9/8-1-79 θα ενταχθεί στην –τότε– βαθμίδα της ανώτερης τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης της χώρας, συνεχίζει μέχρι τις ημέρες μας, ως Ακαδημία Εμπορικού Ναυτικού, τη μακραίωνη πορεία προσφοράς της προς τον Έλληνα ναυτικό, συνδέοντας τη μακρά ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας με το επιτυχές σήμερα και το ελπιδοφόρο αύριο του ελληνικού ναυτιλιακού θαύματος.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Συμβολή της Ναυτιλιακής Εκπαίδευσης- Εβδομήντα Χρόνια από την Ιδέα Σύστασης Κεφαλαίου Ναυτικής Εκπαίδευσης», Gratia Εκδοτική, Αθήνα 2017, σελ. 79